Τι έπεται μετά τη Σουβέιντα; – Το δίλημμα της Δαμασκού και η εύθραστη εκεχειρία

Οι πρόσφατες συγκρούσεις μεταξύ Δρούζων και σουνιτών Βεδουίνων στην επαρχία Σουβέιντα ανέδειξαν εκ νέου την εύθραυστη κατάσταση ασφάλειας και διακοινοτικών σχέσεων στη νοτιοανατολική Συρία. Η αδυναμία της μεταβατικής κυβέρνησης της Δαμασκού να επιβάλει τον έλεγχο, η επέμβαση του Ισραήλ με μαζικές αεροπορικές επιδρομές και η ανάδυση τοπικών πολιτοφυλακών ως βασικών παραγόντων ασφάλειας δημιουργούν ένα νέο, εξαιρετικά ρευστό σκηνικό.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι «ποιος και με ποια νομιμοποίηση θα εγγυηθεί τη σταθερότητα στη Σουβέιντα και κατ’ επέκταση σε ολόκληρη τη Συρία;».
Το ξέσπασμα των συγκρούσεων
Οι μάχες ξεκίνησαν κοντά στο χωριό αλ Τιρά στις 13 Ιουλίου, επειδή δύο ημέρες νωρίτερα οι πολιτοφυλακές των Βεδουίνων ξυλοκόπησαν, λήστεψαν και απήγαγαν έναν Δρούζο στη Μασμίγια της επαρχίας Νταράα. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν γρήγορα σε όλη την επαρχία Σουβέιντα, καθώς και οι δύο πλευρές απήγαγαν δεκάδες πολίτες και τους κράτησαν ως ομήρους.
Ήδη, την πρώτη ημέρα των συγκρούσεων σκοτώθηκαν 30 άτομα και τραυματίστηκαν άλλα 80. Την επομένη, το υπουργείο Άμυνας της Συρίας ανέπτυξε κυβερνητικές δυνάμεις στη Σουβέιντα, όπου αντί να τερματίσουν τις συγκρούσεις διεξήγαγαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των πολιτοφυλακών των Δρούζων.
Εκτιμάται ότι το ξέσπασμα βίας έχει αυξήσει περαιτέρω το έλλειμμα εμπιστοσύνης των συριακών κοινοτήτων απέναντι στην κυβέρνηση της Δαμασκού και έχει επιδεινώσει σημαντικά τις διακοινοτικές σχέσεις μεταξύ των Δρούζων και των σουνιτών Βεδουίνων.
Να θυμίσουμε ότι, τους πρώτους μήνες του 2025, η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS) του προσωρινού προέδρου Αχμέντ αλ Σάρα καταδίωξε τους Δρούζους τόσο στην περιοχή της Δαμασκού όσο και στη νοτιοδυτική Συρία, ενώ φατρίες των Δρούζων είχαν εμπλακεί κατ’ επανάληψη με τις κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες μάλιστα είχαν συντονιστεί με σουνιτικές πολιτοφυλακές Βεδουίνων. Ωστόσο, την 1η Μαΐου, οι Δρούζοι υπέγραψαν συμφωνία με τη συριακή κυβέρνηση, που θα επέτρεπε κοινές αναπτύξεις Δρούζων και δυνάμεων ασφαλείας σε όλη την επαρχία Σουβέιντα, χωρίς να απαιτείται ο αφοπλισμός τους.
Στις 17 Ιουλίου, Βεδουίνοι μαχητές από όλη τη Συρία κατέλαβαν αρκετές πόλεις των Δρούζων στην επαρχία Σουβέιντα. Ο Δρούζος Σεΐχης Χικμάτ αλ Χίτζρι κάλεσε τους Δρούζους μαχητές «να αποφύγουν να βλάψουν τις ειρηνικές φυλές των Βεδουίνων», ενώ ένας Βεδουίνος στρατιωτικός διοικητής δήλωσε στο Reuters ότι «η αποχώρηση και η εκεχειρία ισχύουν μόνο για τις κυβερνητικές δυνάμεις και ότι οι μαχητές του επιδιώκουν να απελευθερώσουν τους Βεδουίνους, που κρατούνται από ένοπλες ομάδες των Δρούζων».
Ούτε οι οργανώσεις των Βεδουίνων αλλά ούτε και των Δρούζων μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι για την επαρκή παροχή ασφάλειας στη Σουβέιντα, επειδή και οι δύο ομάδες συμβάλλουν σε συνεχιζόμενους κύκλους βίας.
Η επέμβαση των ισραηλινών δυνάμεων
Τη δεύτερη ημέρα των συγκρούσεων (Δευτέρα 14 Ιουλίου), οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις (Israeli Defense Forces – IDF) πραγματοποίησαν πολλαπλές αεροπορικές επιδρομές κατά των κυβερνητικών δυνάμεων στην επαρχία Σουβέιντα, αφού προηγουμένως ο πνευματικός ηγέτης των Δρούζων, Χικμάτ αλ Χίτζρι, ζήτησε «διεθνή προστασία» για την κοινότητα των Δρούζων.
Το Ισραήλ ξεκίνησε μια σφοδρή εκστρατεία αεροπορικών επιδρομών, με το πρόσχημα της προστασίας της μειονότητας των Δρούζων, που κορυφώθηκε με τον βομβαρδισμό του συριακού Προεδρικού Μεγάρου και του κτιρίου του υπουργείου Άμυνας στην καρδιά της Δαμασκού. Συνολικά, το διήμερο 15 και 16 Ιουλίου πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από 160 αεροπορικές επιδρομές σε όλη τη νότια Συρία. Οι IDF έπληξαν επίσης προσωπικό, άρματα μάχης, οχήματα και στρατιωτικές βάσεις στις επαρχίες Ριφ Ντιμάσκ, Νταράα και Σουβέιντα.
Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Ισραήλ Κατζ, δήλωσε ότι «οι IDF θα συνεχίσουν να επιβάλλουν την πολιτική αποστρατιωτικοποίησης, μέχρι να αποσυρθούν οι μονάδες του συριακού υπουργείου Άμυνας από την επαρχία Σουβέιντα, ενώ ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε ότι «οι IDF επιχειρούν για να σώσουν τους Δρούζους και να εξαλείψουν τις συμμορίες του καθεστώτος».
Η πρόσφατη επεισοδιακή εκεχειρία
Μέχρι το βράδυ της Τετάρτης, είχε συμφωνηθεί εκεχειρία με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη συνέχεια, οι κυβερνητικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από την περιοχή, ενώ ο Σύρος πρόεδρος Άχμαντ αλ-Σάρα ανακοίνωσε σε τηλεοπτικό διάγγελμά του ότι «θα αναθέσει σε τοπικές παρατάξεις και σε Δρούζους θρησκευτικούς ηγέτες την ευθύνη για τη διατήρηση της ασφάλειας στη Σουβέιντα».
Ωστόσο, ο εξέχων Δρούζος Σεΐχης Χικμάτ αλ Χίτζρι απέρριψε δημόσια την κατάπαυση του πυρός και οι πιστές στον Χίτζρι πολιτοφυλακές των Δρούζων επανέλαβαν τις επιθέσεις εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων. Ο Χίτζρι ζήτησε την «άνευ όρων απελευθέρωση» της επαρχίας Σουβέιντα από τις κυβερνητικές δυνάμεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί με τη μεταβατική κυβέρνηση, χωρίς την πλήρη αποχώρηση των κυβερνητικών δυνάμεων από την περιοχή.
Να σημειώσουμε ότι ο Χίτζρι αντιπροσωπεύει μόνο ένα κλάσμα της συριακής κοινότητας των Δρούζων. Αρκετοί άλλοι εξέχοντες Δρούζοι ηγέτες, με έντονο ιστορικό πολιτικής αντιπαλότητας με τον Χίτζρι, έχουν δεσμευτεί να συνεργασθούν με την κυβέρνηση της Δαμασκού.
Τελικά, στις 18 Ιουλίου, το Ισραήλ και η Συρία συμφώνησαν για άλλη μια φορά κατάπαυση του πυρός, η οποία φέρεται να παραχωρεί προσωρινά τον έλεγχο της επαρχίας Σουβέιντα στη συριακή μεταβατική κυβέρνηση. Ο υπεύθυνος των ΗΠΑ για τη Συρία πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Άγκυρα, Τομ Μπαράκ, δήλωσε ότι ο προσωρινός πρόεδρος Άχμεντ αλ-Σάρα και ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου συμφώνησαν σε μια εκεχειρία, που είχε την υποστήριξη της Τουρκίας -βασικού υποστηρικτή του Σάρα- καθώς και της γειτονικής Ιορδανίας. Κυβερνητικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί σε πόλεις της επαρχίας, στο πλαίσιο της πρώτης φάσης της συμφωνίας.
Ταυτόχρονα, ο Χίτζι, ο οποίος απέρριψε τρεις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός την περασμένη εβδομάδα, κάλεσε τους υποστηρικτές του να τηρήσουν τη συμφωνία, την οποία εντωμεταξύ χαιρέτισαν αρκετές ομάδες Δρούζων και Βεδουίνων.
Συγκρούσεις και μετά την εκεχειρία
Παρά την εκεχειρία, μερικά 24ωρα αργότερα, σουνίτες Βεδουίνοι και Δρούζοι μαχητές συνέχιζαν να συγκρούονται, διεκδικώντας τον έλεγχο των συνοικιών στα βόρεια και δυτικά της πόλης Σουβέιντα. Το «Συριακό Παρατηρητήριο Πολέμου» ανέφερε ότι οι μάχες σε όλη την επαρχία συνεχίζονταν και ότι οι μαχητές Δρούζοι ανέκτησαν τον έλεγχο της πρωτεύουσας της επαρχίας, αφού εκδίωξαν τις αντίπαλες ένοπλες παρατάξεις.
Μέχρι τις 20 Ιουλίου, η πλειοψηφία των ανθρώπινων απωλειών καταγράφεται στην κοινότητα των Δρούζων. Το «Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» ανακοίνωσε ότι τουλάχιστον 940 άτομα έχουν χάσει τη ζωή τους (326 Δρούζοι μαχητές και 262 Δρούζοι πολίτες).
Τι κρύβεται πίσω από τις κοινοτικές συγκρούσεις στη Σουβέιντα;
Οι τριβές και οι εντάσεις μεταξύ Βεδουίνων και Δρούζων στη Σουβέιντα χρονολογούνται πριν από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ. Οι Δρούζοι της Σουβέιντα θεωρούνταν γενικά ουδέτεροι ή παθητικά αντιπολιτευόμενοι του καθεστώτος Άσαντ, παρόλο που δεν έχουν ταχθεί ξεκάθαρα με την αντιπολίτευση. Αντίθετα, πολλοί Βεδουίνοι της περιοχής είχαν στρατολογηθεί σε φιλοκυβερνητικές πολιτοφυλακές.
Όπως δήλωσε στο The New Arab (TNA) o Βρετανο-Ιρακινός ιστορικός Αϊμέν αλ-Ταμίμι, που ειδικεύεται στον εμφύλιο της Συρίας, το έλλειμμα εσωτερικής ασφάλειας στη νότια Συρία γιγαντώθηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Η εγκληματικότητα άρχισε να αυξάνεται, καθώς οι περιοχές της Σουβέιντα και της Νταράα εξελίχθηκαν σε βασικές οδούς λαθρεμπορίου ναρκωτικών προς την Ιορδανία και τον Κόλπο. Συμμορίες Δρούζων και Βεδουίνων αλληλοκατηγορήθηκαν και προχώρησαν σε αντίποινα για επιθέσεις και αρπαγές των μελών τους.
Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ (Δεκέμβριος 2024), η Δαμασκός και οι ηγέτες των Δρούζων προχώρησαν σε μια συμφωνία ασφαλείας, η οποία απαγόρευε στις κυβερνητικές δυνάμεις να εισέρχονται στην επαρχία και ανέθετε την ασφάλεια της περιοχής στις πολιτοφυλακές των Δρούζων. Όμως, αυτές οι πολιτοφυλακές αρνήθηκαν να επεκτείνουν την ομπρέλα ασφαλείας στις κοινότητες των Βεδουίνων, φοβούμενες ότι η παρουσία τους θα μπορούσε να προκαλέσει κοινοτική βία.
Ως αποτέλεσμα, πολλά χωριά Βεδουίνων της επαρχίας έμειναν απροστάτευτα και μετατράπηκαν σε χώρους έντονης εγκληματικής δραστηριότητας. Τα παραπάνω γεγονότα -και όχι μόνο- πυροδότησαν σποραδικά έναν κύκλο κοινοτικών συγκρούσεων, οι οποίες ξεκίνησαν στις 13 Ιουλίου και κορυφώθηκαν την επομένη με την ανάπτυξη των δυνάμεων της προσωρινής κυβέρνησης στη Σουβέιντα.
Η αδύναμη προσωρινή κυβέρνηση της Δαμασκού
Ο Αλ-Ταμίμι υποστηρίζει ότι «η συριακή κυβέρνηση βρίσκεται σε μια αποδυναμωμένη θέση, έχοντας υπερεκτιμήσει το ρόλο της και έχοντας υποστεί μια σοβαρή στρατιωτική ήττα στη Σουβέιντα». Μάλιστα, εκτιμά ότι «τώρα το Ισραήλ θα υπαγορεύει τους όρους του στη νότια Συρία», επειδή οι κυβερνητικές δυνάμεις αποσύρθηκαν, αφού προηγουμένως υπέστησαν σοβαρές απώλειες από τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές και εν μέρει από την αντίσταση των πολιτοφυλακών των Δρούζων.
Ουσιαστικά, η τελευταία εκεχειρία είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, που ίσχυε πριν τις πρόσφατες συγκρούσεις και απαγόρευε στις κυβερνητικές δυνάμεις να εισέρχονται στην περιοχή των Δρούζων. Βέβαια, η προηγούμενη κατάσταση ήταν αποτέλεσμα αμοιβαίας διπλωματικής συμφωνίας, ενώ η παρούσα κατάσταση επιτεύχθηκε με την υποστήριξη της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας.
*Ο Βασίλης Γιαννακόπουλος είναι ταξίαρχος ε.α. της Π.Α. και γεωστρατηγικός αναλυτής
Διαβάστε επίσης:
Προκαλεί η Άγκυρα: «Έντιμη επιχείρηση» η εισβολή στην Κύπρο
Κρεμλίνο: Έτοιμος να συζητήσει για ειρήνη στην Ουκρανία ο Πούτιν