Οικονομία

Foreign Policy: Προσεχώς μια νέα οικονομική κρίση όπως η ασιατική της δεκαετίας του ’90, απλώς σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα

«Όλες έχουν χρέος που υπερβαίνει το ετήσιο ΑΕΠ τους. Την ίδια στιγμή τα επιτόκια είναι υψηλά, συνδυασμός που δεν είχε υπάρξει ως τώρα. Καθώς τα νομίσματά τους γίνονται εξαιρετικά ευάλωτα στο ενδεχόμενο υποτίμησης, διαμορφώνεται ένα περιβάλλον που παραπέμπει στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις της Ασίας και της Ρωσίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.
Ο κόσμος έχει εισέλθει σε αχαρτογράφητα νερά όσον αφορά το χρέος που βαρύνει τις μεγάλες οικονομίες της Ομάδας των «7»
, αναφέρει σε ανάλυσή του το Foreign Policy.

Ποιες χώρες έχουν χρέος που ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ τους

Καναδάς, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες (G-7) έχουν χρέη που υπερβαίνουν το 100% του ΑΕΠ τους. Η Ιαπωνία βυθίζεται στο δημόσιο χρέος εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα. Παράλληλα, όσον αφορά την εξάρτησή τους από τις παγκόσμιες πιστωτικές αγορές, η κατάσταση είναι σήμερα η χειρότερη.

Ένα ακριβές κριτήριο για την ικανότητα των G-7 να αποπληρώσo τα χρέη τους είναι ο λόγος του καθαρού χρέους προς το ΑΕΠ. Με βάση αυτό το δείκτη, ο Καναδάς βρίσκεται σε κάπως καλύτερη θέση από τις υπόλοιπες χώρες.

Ωστόσο, για το σύνολο της ομάδας, ο σχετικός δείκτης εκτιμάται στο 100% για το 2025, νούμερο που ποτέ δεν είχε φτάσει σε τόσο υψηλά επίπεδα την ίδια ώρα που τα επιτόκια, έχουν επίσης αυξηθεί.

Ακόμη και μετά τη Μεγάλη Ύφεση, ο δείκτης ήταν χαμηλότερος. Και παρότι στην αρχή της πανδημίας, κινείτο ψηλοτερα υπήρχε μια ουσιώδης διαφορά: τα επιτόκια κινούνταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Τρισ. δολάρια σε τίτλους είναι στενά συνδεδεμένα. Η πρόκληση ενός ντόμινο μπορεί να τα γκρεμίσει όλα

Πράγματι, τα επιτόκια των ομολόγων που εκδόθηκαν από τις G-7 έχουν αυξηθεί κατά πολλές εκατοντάδες μονάδες βάσης τα τελευταία τρία χρόνια. Περαιτέρω πιέσεις στις πιστωτικές αγορές, από όπου και αν προέρχονται, θα δυσχεράνουν τη δανειοδότησή τους. Οι κίνδυνοι θα ενταθούν και για τους επενδυτές, καθώς οι αποδόσεις των τίτλων τείνουν να κινούνται παραλλήλως. Τρισεκατομμύρια δολάρια σε τίτλους είναι στενά συνδεδεμένα, και η πρόκληση ενός ντόμινο μπορεί να τα γκρεμίσει όλα.

Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να είναι η πρώτη μιας σειράς υποτιμήσεων νομισμάτων, που θα προκληθούν είτε από κερδοσκόπους επενδυτές είτε από τις ίδιες τις κυβερνήσεις.

Η υποτίμηση ενός νομίσματος – συνήθως με το να κατακλυστεί η αγορά και να προκληθεί πληθωρισμός – μειώνει το συνολικό χρέος. Είναι ένα έξυπνο τέχνασμα για να αποφευχθεί η πολιτική αναταραχή που θα προκαλούσε ενδεχόμενη μείωση των δαπανών ή αύξηση των φόρων.

Αυτό συνέβη στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, όταν μεγάλες οικονομίες πάλευαν με υψηλά επίπεδα χρέους, ή προσπαθούσαν να αποτρέψουν κερδοσκοπικές κινήσεις, ή και τα δύο: η Γαλλία στη δεκαετία του 1950, το Ηνωμένο Βασίλειο στη δεκαετία του 1960 και η Ιταλία στη δεκαετία του 1990.

Xωρίς προειδοποίηση και επιτάχυνση με ιλιγγιώδη ρυθμό

Ωστόσο ο κίνδυνος να είναι οι επενδυτές που θα προκαλέσουν μια υποτίμηση, είναι ορατός. Αν πιστεύουν ότι μια χώρα θα αντιμετωπίσει σύντομα ραγδαίο πληθωρισμό, ή ότι τα ομόλογά της ενδέχεται να μην αποπληρωθούν, ή, ακόμη, ότι θα προχωρήσει σε υποτίμηση, τότε θα αρχίσουν να πωλούν ομόλογα και νομίσματα στην ελεύθερη αγορά.

Στο κάτω-κάτω, μια υποτίμηση θα κατεδαφίσει την αξία των χαρτοφυλακίων Επομένως, μόλις υποψιαστούν ότι επίκειται υποτίμηση, έχουν κίνητρο να πουλήσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που είναι αποτιμημένα σε συγκεκριμένο νόμισμα.

Γεγονότα όπως αυτά μπορούν να ξεκινήσουν χωρίς προειδοποίηση και να επιταχυνθούν με ιλιγγιώδη ρυθμό, αφήνοντας τις κυβερνήσεις να αγωνιούν για την αναχρηματοδότηση των χρεών τους.

Εάν η υποτίμηση εξελιχθεί σε κατάρρευση, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να παρέμβουν και να χρησιμοποιήσουν τα αποθεματικά τους για να εξαγοράσουν το νόμισμά τους. Εν τω μεταξύ, η αβεβαιότητα θα ωθεί τα επιτόκια στα ύψη, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη τη δανειοδότηση.

Οι τρεις μηχανισμοί που εξαπλώνουν την κρίση

Τίποτα από όλα αυτά δεν θα αποτελούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα για την παγκόσμια οικονομία αν η υποτίμηση περιοριζόταν σε μία μόνο χώρα, ακόμη και σε μια μεγάλη οικονομία. Ωστόσο, οποιαδήποτε υποτίμηση θα πιθανότατα θα επεκταθεί, χάρη σε τουλάχιστον τρεις μηχανισμούς.

Η στρατηγική του «beggar-thy-neibhor»

Ένας από αυτούς είναι η στρατηγική του «beggar-thy-neibhor». Η οικονομική πολιτική που επιδιώκει την ενίσχυση μιας χώρας εις βάρος των εμπορικών της εταίρων, μέσω προστατευτικών μέτρων όπως δασμοί, εισαγωγικοί περιορισμοί ή χειραγώγηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο υποτίμησε το νόμισμά του το 1967, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και αρκετές άλλες χώρες αντέδρασαν ακολουθώντας γρήγορα το παράδειγμά του.

Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες υποτιμούσαν απότομα το δολάριο — για παράδειγμα, μειώνοντας τα επιτόκια και προκαλώντας σκόπιμα υψηλότερο πληθωρισμό – τότε χώρες όπως ο Καναδάς, το Μεξικό και η Κίνα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Η συμπεριφορά των ίδιων των επενδυτών

Οι επιδράσεις μια υποτίμησης τείνουν επίσης να εξαπλώνονται λόγω της συμπεριφοράς των ίδιων των επενδυτών. Όταν υπάρχει σημαντική ανατιμολόγηση ενός περιουσιακού στοιχείου στα χαρτοφυλάκια μεγάλων επενδυτών -όπως θα συνέβαινε με μια υποτίμηση – οι διαχειριστές επενδύσεων τείνουν να επανεκτιμούν τους κινδύνους άλλων παρόμοιων περιουσιακών στοιχείων.

Για παράδειγμα, μια υποτίμηση του δολαρίου ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τους διαχειριστές τίτλων στο συμπέρασμα ότι τα καναδικά αξιόγραφα είναι επίσης επικίνδυνα, ακόμη και αν δεν ληφθούν υπόψη οι εμπορικοί δεσμοί των χωρών.

Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να τους οδηγήσει να μειώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους σε μια ολόκληρη κατηγορία παρόμοιων περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα μια υποτίμηση να προκαλέσει ένα ξεπούλημα που θα πλήξει πολλές χώρες.

Η μεγάλη κρίση σε Ασία και Ρωσία το ’90

Αυτό συνέβη στην Ανατολική Ασία το 1997 και στη Ρωσία το 1998. Οι επενδυτές άρχισαν να αμφιβάλλουν για την αξία σειράς νομισμάτων και, ο ένας μετά τον άλλον, απέσυραν τα χρήματά τους. Όλες οι χώρες υποτίμησαν το νόμισμά τους, αλλά η Ρωσία ουσιαστικά χρεοκόπησε.

Ακολούθησαν προγράμματα διάσωσης, οι κυβερνήσεις επέβαλαν μέτρα λιτότητας και το βιοτικό επίπεδο έπεσε κατακόρυφα. Στη Νότια Κορέα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά το ένα τρίτο σε δολάρια μεταξύ 1997 και 1998.

Την εποχή εκείνη, η ξαφνική κατάρρευση τόσων πολλών νομισμάτων εξέπληξε τις αγορές. Οι επενδυτές δεν είχαν κατανοήσει πόσο αλληλένδετοι ήταν οι κίνδυνοι που διατρέχαν, αφού τα χαρτοφυλάκιά τους δεν ήταν τόσο διαφοροποιημένα.

Οι κρίσεις στην Ασία και τη Ρωσία κατέληξαν να οδηγήσουν στην κατάρρευση της Long-Term Capital Management, ενός από τα μεγαλύτερα hedge funds στον κόσμο. Αυτή τη φορά, με πολύ μεγαλύτερες οικονομίες να εμπλέκονται, ενδέχεται να πέσουν και άλλοι γίγαντες.

Ο ρόλος των μεγάλων κεντρικών τραπεζών

Μια τρίτη πηγή μετάδοσης της κρίσης,αφορά μόνο τις μεγάλες οικονομίες και, ως εκ τούτου, δεν παρατηρήθηκε στις κρίσεις της Ασίας και της Ρωσίας. Επειδή οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες κατέχουν τίτλους σε ξένο νόμισμα, η υποτίμηση ενός μόνο από αυτά θα μπορούσε να μειώσει την αξία όλων των αποθεματικών τους, αποδυναμώνοντας την ικανότητά τους να προστατεύσουν το νόμισμά τους από την κερδοσκοπία. Βεβαίως, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει σχετικά μικρές συμμετοχές σε ευρώ και γιεν, αλλά οι τοποθετήσεις σε δολάρια και ευρώ άλλων κεντρικών τραπεζών είναι πολύ μεγαλύτερες.

Η πιο ακραία κατάσταση θα μπορούσε να προκύψει, όπως συνέβη κατά την τελευταία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, μεταξύ των χωρών που έχουν κοινή κεντρική τράπεζα.

Τι θα συνέβαινε στην ευρωζώνη

Στην ευρωζώνη, δεν θα υποστηρίξουν απαραίτητα όλες οι χώρες μια υποτίμηση. Η Γερμανία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη δημοσιονομική θέση από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία και δεν επιθυμεί τον πληθωρισμό που θα συνοδεύσει ένα φθηνότερο ευρώ. Έτσι, όπως η Ελλάδα το 2010, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα μπορούσαν να αναγκαστούν να ζητήσουν οικονομική στήριξη για να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους — μόνο που αυτή τη φορά τα πακέτα θα είναι πολύ μεγαλύτερα. Εάν αυτές οι χώρες χρειαστούν τρισεκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσουν τα χρέη τους, η πίεση στις πιστωτικές αγορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων σε όλο τον κόσμο.

Αν και οι χώρες της G-7 έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να στηρίξουν το χρέος τους, οι αγορές στέλνουν κάποια ανησυχητικά μηνύματα. Τελευταία, τεράστια ποσά μεταφέρονται από τα κρατικά ομόλογα σε εταιρικά.

Tα ιαπωνικά ομόλογα πλησιάζουν τις υψηλότερες αποδόσεις τους από τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Οι υπόλοιπες χώρες της G-7 καταγράφουν τις υψηλότερες αποδόσεις τους για περισσότερο από μια δεκαετία, αλλά τα επίπεδα χρέους της δεκαετίας του 2010 ήταν πιο διαχειρίσιμα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι αποδόσεις των 30ετών ομολόγων του Δημοσίου πλησιάζουν το 5%, παρά — ή ίσως εξαιτίας — της στροφής του υπουργείου προς μια στρατηγική βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης. Καθώς οι επιλογές του περιορίζονται, το Υπουργείο Οικονομικών ανανεώνει τα δάνεια του πιο συχνά για να αποφύγει την καταβολή αυξανόμενων επιτοκίων. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι βασίζεται όλο και περισσότερο στους πρωτογενείς διαμεσολαβητές (κυρίως μεγάλες τράπεζες) για την αναχρηματοδότηση των χρεών του, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι άλλοι επενδυτές έχουν μικρότερη όρεξη για τα ομόλογά του.

Πράγματι, από τη στιγμή που τα επίπεδα χρέους άρχισαν να αγγίζουν ιστορικά υψηλά και οι πληθωριστικοί ρυθμοί άρχισαν να υπονομεύουν την αξία των νομισμάτων, οι επενδυτές αναζητούν ασφαλή καταφύγια εκτός των μεγάλων αγορών. Αντιμέτωποι με μια σειρά υποτιμήσεων, ουσιαστικά παίζουν ένα χρηματοοικονομικό παιχνίδι μουσικής καρέκλας. Με τα νομίσματα να υποτιμούνται παντού, ο στόχος είναι να επενδύσουν τα χρήματά τους στα πιο σταθερά περιουσιακά στοιχεία.

Μεταξύ των κλασσικών επιλογών, ξεχωρίζει ο χρυσός. Από την έναρξη της πολιτικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ το 2022, η τιμή του σε δολάρια έχει αυξηθεί κατά 70%. Εν τω μεταξύ, το ελβετικό φράγκο έχει ενισχυθεί κατά 17% έναντι του δολαρίου και κατά 7% έναντι του ευρώ. Το bitcoin, αν και πολύ πιο ασταθές, έχει σχεδόν τριπλασιαστεί σε αξία. Και ορισμένοι επενδυτές εξακολουθούν να θεωρούν τα χρεόγραφα σε ευρώ ως ασφαλές καταφύγιο, πιθανώς υποθέτοντας ότι η Γερμανία θα αποτελέσει το δίχτυ ασφαλείας.

Προς το παρόν, οι αγορές είναι σχετικά ήρεμες. Ωστόσο, το ΔΝΤ αναμένει ότι η πίεση στους κρατικούς προϋπολογισμούς θα αυξηθεί, καθώς οι δασμοί περιορίζουν την παγκόσμια ανάπτυξη, και οι οικονομολόγοι των χωρών της G-7 συνεχίζουν να προειδοποιούν για δημοσιονομικές κρίσεις. Χωρίς ρεαλιστικές προοπτικές μείωσης του χρέους τους μέσω υψηλότερων φόρων ή χαμηλότερων δαπανών, οι χώρες εξακολουθούν να βρίσκονται σε πορεία υποτίμησης. Θα προσπαθήσουν να το διαχειριστούν μόνες τους ή θα περιμένουν μέχρι οι αγορές να τις αναγκάσουν να το κάνουν;

Διαβάστε επίσης:

Η ακρίβεια τροφοδοτεί τα πλεονάσματα – Aυξάνονται οι προσδοκίες για το «πακέτο» ΔΕΘ

Μεγεθυντικός φακός της ΑΑΔΕ στις επιστροφές φόρου και ΦΠΑ – Ποιοι μπαίνουν στο στόχαστρο

«Καταπέλτης» ο πρόεδρος του εργαζομένων στον τουρισμό: «Έξι χρόνια δεν έμεινε τίποτα όρθιο, παγιώθηκαν 80.000 κενές θέσεις εργασίας»

Πηγή: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | topontiki.gr

Back to top button