Νέα Αριστερά: Αποφασισμένος ο Χαρίτσης για εσωκομματικό δημοψήφισμα – Τα δύο «αντιπαραθετικά» κείμενα για τις συμμαχίες

Την πρόταση για κοινό ψηφοδέλτιο των προοδευτικών δυνάμεων κατέθεσε χθες ο Αλέξης Χαρίτσης κατά την πρώτη μέρα της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής της Νέας Αριστεράς, διαμηνύοντας ότι αν εκφραστεί «ριζική διαφωνία» με αυτή, θα προτείνει την προσφυγή στα μέλη με εσωκομματικό δημοψήφισμα.
Η εισήγησή του συγκεντρώνει τη στήριξη της πλειονότητας της κοινοβουλευτικής ομάδας, αλλά βρίσκει «απέναντι» την πλειονότητα των στελεχών του Πολιτικού γραφείου, μεταξύ αυτών οι Γαβριήλ Σακελλαρίδης και Ευκλείδης Τσακαλώτος. Και οι δύο πλευρές κατέθεσαν κείμενα συμβολής, η μία υπέρ της πρότασης Χαρίτση και η άλλη υπέρ της λογικής ότι η ενίσχυση του κόμματος είναι προτεραιότητα και όχι οι συνεργασίες από τα πάνω.
Ο Πρόεδρος της Νέας Αριστεράς και τα στελέχη που τον στηρίζουν ουσιαστικά τοποθετούν το δημοψήφισμα πριν το συνέδριο, κάτι που ενδεχομένως να σημάνει ότι αυτό θα πάει πιο πέρα από τα τέλη Γενάρη, όπως προτείνεται.
Συλλογή υπογραφών
Κατά πληροφορίες ο Αλέξης Χαρίτσης, αναμένεται να επιμείνει στην επιλογή του μέχρι τέλους που σημαίνει πως, αν στην ψηφοφορία δεν περάσει η πρότασή του ή επικρατήσει η θέση της άλλης πλευράς για συζήτηση και απόφαση επί της στρατηγικής συμμαχιών στο επικείμενο Συνέδριο, τότε θα επιδιώξει να συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών μελών του κόμματος προκειμένου να προχωρήσει το δημοψήφισμα. Με βάση το καταστατικό απαιτούνται οι υπογραφές του 25% των μελών για να ληφθεί απόφαση για δημοψήφισμα, και αν και το αποτέλεσμα θεωρείται γνωμοδοτικό και όχι δεσμευτικό, είναι σαφές πως η εικόνα που θα προκύψει θα διαμορφώσει και το κλίμα του συνεδρίου στη συνέχεια.
Στην χθεσινή εισήγησή του πρότεινε κοινό προοδευτικό ψηφοδέλτιο «με όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον χώρο της Αριστεράς, της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας και της πολιτικής οικολογίας». Κατ΄ επέκταση, με τις δυνάμεις «που αντιλαμβάνονται ότι ο κατακερματισμός του προοδευτικού χώρου διευκολύνει το καθεστώς Μητσοτάκη και είναι διατεθειμένες να συζητήσουν σοβαρά και με καλή θέληση την διαμόρφωση ενός μίνιμουμ προγράμματος». Διαχώρισε τη θέση του από τον «κυνικό κυβερνητισμό των “κεντρώων λύσεων” και του κοινωνικού συντηρητισμού» όπως είπε, αλλά και από την «απομόνωση», τον «βολικό αναχωρητισμό» και τον «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών». Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σχέση με το κυβερνητικό παρελθόν, σημείωσε ότι αυτό δεν διαγράφεται και πως παρά τους συμβιβασμούς, τα λάθη και τις ματαιώσεις, «τα καταφέραμε». «Αυτή είναι η ιστορία μας, αυτή είναι η κληρονομιά μας και δεν την απεμπολούμε».
Στο δια ταύτα και ως προς την πρόταση για τις συμμαχίες, σημείωσε πως αν υπάρχει ριζική διαφωνία, τότε, «οφείλουμε να οργανώσουμε τον πολιτικό διάλογο στις τάξεις του κόμματός μας και στο κοινωνικό δυναμικό που μας περιβάλλει και να προχωρήσουμε σε μια διαδικασία που να εμπλέκει όλα -ανεξαιρέτως- τα μέλη του κόμματος στη λήψη της απόφασης».
Ειδικότερα, εκτός από την εισήγηση του Πολιτικού Γραφείου που μιλά για διαμόρφωση ενός «αυτόνομου διακριτού στίγματος που να εκφράζει τη Νέα Αριστερά στην πράξη», χθες κατατέθηκαν και δύο βασικά κείμενα συμβολής.
Το πρώτο είναι υποστηρικτικό στην εισήγηση του Αλέξη Χαρίτση. Υπογράφεται από 11 στελέχη, δηλαδή 8 βουλευτές και 3 μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Πρόκειται συγκεκριμένα τους Σία Αναγνωστοπούλου, Έφη Αχτσιόγλου, Μαρία Βαμβουρέλη, Χουσεϊν Ζειμπέκ, Νάσο Ηλιόπουλο, Κωστή Καρπόζηλο, Νίκο Μπίστη, Δημήτρη Τζανακόπουλο, Μερόπη Τζούφη, Οζγκιούρ Φερχάτ και Θεανώ Φωτίου.
Το δεύτερο κείμενο είναι ουσιαστικά αντιπαραθετικό και υποστηρίζει ότι η ενίσχυση του κόμματος και η ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μετώπου. Και εκφράζει την άποψη πως η στρατηγική των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών θα πρέπει να απασχολήσει όλα τα μέλη στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου και στην συνέχεια να υπάρξει συζήτηση και απόφαση στο Προγραμματικό Συνέδριο με χαρακτήρα Διαρκούς Συνεδρίου (με τους παλιούς συνέδρους). Υπογράφεται από 14 μέλη του Πολιτικού Γραφείου μεταξύ αυτών, ο Γραμματέας Γαβριήλ Σακελλαρίδης και ο πρώην ΥΠΟΙΚ και βουλευτής Ευκλείδης Τσακαλώτος. Ειδικότερα, το κείμενο αυτό υπογράφουν οι: Ελευθερία Αγγέλη, Εύη Αποστολάκη, Μαρία Γιαννακάκη, Έφη Καλαμαρά, Πέτρος Καλκανδής, Βασιλική Κατριβάνου, Κατερίνα Κνήτου, Μακρίνα Βιόλα Κώστη, Πάνος Λάμπρου, Χάρις Ματσούκα, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, Πάνος Σκουρλέτης, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Γιάννης Τσιλίκας.
Υπήρξε κι ένα τρίτο κείμενο, του μέλους της ΚΕ, Θεόφραστου Βαμβουρέλλη.
Σημειώνεται ότι τα δύο κείμενα δε θα τεθούν σε ψηφοφορία αλλά μόνο οι επιλογές για δημοψήφισμα ή απευθείας Συνέδριο.
ΤΑ ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ
1. «Δεν είναι προτεραιότητα η ταυτοτική αναπαραγωγή μας αλλά η εκπροσώπηση των υποτελών και αόρατων»
Στο πρώτο κείμενο, αυτό των 11 στελεχών τονίζονται τα εξής, καταρχάς αναφορικά με την κρίση στον προοδευτικό χώρο:
«Το ΠΑΣΟΚ ταλανίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις και στρατηγικές αντιπαραθέσεις που βρίσκουν το σημείο ισορροπίας τους στην αδιέξοδη και πολιτικά αυτοκτονική επιλογή της αυτόνομης πορείας και της απόρριψης κάθε πρωτοβουλίας συγκρότησης λαϊκού μετώπου, πορεία που είναι πολύ πιθανό να καταλήξει σε στρατηγικού χαρακτήρα σύγκλιση ακόμη και συμπόρευση με τη ΝΔ.
Οι διαδοχικές διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ ανεξάρτητα από τα αίτια τους έχουν εντείνει την αίσθηση της ματαίωσης και απογοήτευσης ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων ενώ η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από τον ΣΥΡΙΖΑ και η φημολογία για την λήψη πολιτικής πρωτοβουλίας από μέρους του εντείνει την ρευστότητα και την τακτική και στρατηγική αμηχανία του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος αδυνατεί αυτή τη στιγμή να προσδιορίσει το ρόλο του.
Από την άλλη μεριά το ΜΕΡΑ 25 επιμένει σε μια αυτοδικαιωτική πορεία ορίζοντας ως κρίσιμο σημείο αντιπαράθεσης και διαχωρισμών το 2015 και θέτοντας ως προϋπόθεση οποιασδήποτε πολιτικής συνεργασίας την καθολική καταδίκη της διακυβέρνησης 2015 -2019.
Την ίδια ώρα οργανώσεις και κόμματα της ριζοσπαστικής ή άκρας αριστεράς ταλανίζονται επίσης από διαδοχικές διασπάσεις και ακατανόητες έριδες χωρίς σαφές περιεχόμενο σε τέτοιο σημείο που είναι αδύνατον έστω και να παρακολουθήσει οποιοσδήποτε μη μυημένος τις αντιπαραθέσεις μεταξύ τους.
Είναι δεδομένο ότι δίχως ένα ισχυρό σοκ, η Αριστερά στη χώρα οδηγείται στο περιθώριο».
Δεδομένων όλων αυτών, η Νέα Αριστερά καλείται να αποφασίσει, λέει το κείμενο, «αν θα επιμείνει στη λογική του ιδρυτικού της συνεδρίου ή όχι», διότι οι αντιπαραθετικές απόψεις «θολώνουν το στίγμα του κόμματος», ο πολιτικός χάρτης αλλάζει, ενώ, τέλος, εκφράζεται «είτε ρητά είτε διακριτικά», η αντίληψη ότι προτεραιότητα της Νέας Αριστεράς, «σε αντίθεση με την γραμμή του ιδρυτικού μας συνεδρίου, πρέπει να είναι η ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς».
Η αντίληψη αυτή, σύμφωνα με το κείμενο των 11 στελεχών, περιορίζει το κόμμα σε μια «αμυντική λογική», παραβλέπει την κοινωνική κρίση και την ρευστότητα στα αριστερά του πολιτικού φάσματος και δηλώνει «παραίτηση από την μάχη για τον συσχετισμό δυνάμεων πριν καν αυτή αρχίσει».
Οι 11 δηλώνουν ότι δεν συμμερίζονται την αντίληψη «ότι οφείλουμε να περιοριστούμε σε μια πολιτική απλής υπεράσπισης της πολιτικής μας ταυτότητας, αγνοώντας τις πραγματικές υλικές ανάγκες και επιθυμίες των εργαζόμενων τάξεων για να επιδοθούμε σε μια μάχη με άλλες αριστερές δυνάμεις για το ποιος θα κυριαρχήσει στο εσωτερικό της Αριστεράς». Διότι, η λογική αυτή «προσανατολίζει την απεύθυνση μας σε όσους και όσες ήδη αυτοπροσδιορίζονται στο στενό χώρο της οργανωμένης αριστεράς και της κοινωνικής της περιφέρειας».
Υποστηρίζουν ότι η οργανωτική και πολιτική ενίσχυση του κόμματος είναι αλληλένδετη με τη διαμόρφωση μετώπου, (απορρίπτουν δηλαδή την αντίληψη ότι η πρώτη προηγείται της δεύτερης), καθώς το κόμμα «μπορεί να εμβαθύνει την προγραμματική του συνοχή και να επιτύχει την οργανωτική και πολιτική του ενίσχυση μόνο μέσα στο πεδίο της πραγματικής κοινωνικής και πολιτικής κίνησης που θα αφορά τα ευρύτερα λαϊκά και εργατικά στρώματα και όχι έξω από αυτό».
Τονίζουν πως «η πρόταση για μια ανοιχτή λίστα της Αριστεράς χωρίς αποκλεισμούς εκκινεί από τη λογική της προγραμματικής συμφωνίας πάνω σε μια δέσμη ριζοσπαστικών πολιτικών σε συγκεκριμένα πεδία που αναλογούν στη φυσιογνωμία μας και τη φιλοδοξία ότι θέλουμε αυτή να σφραγίσει και να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις». Και πως «επικοινωνεί με το αίτημα για ενότητα, είναι η εγγύηση εξίσου απέναντι στον κυνικό κυβερνητισμό και τον αντικοινωνικό σεχταρισμό και βασίζεται σε δύο κύριες παραδοχές: α) ότι υπάρχει η δυνατότητα σήμερα για εφαρμοσμένες πολιτικές με ριζοσπαστικό πρόσημο, β) ότι προτεραιότητα για την Αριστερά δεν είναι η ταυτοτική της αναπαραγωγή, αλλά η εκπροσώπηση των υποτελών και αόρατων.
«Δεν υπάρχει μια επιλογή που δεν έχει κόστος ή και εγγενή προβλήματα», επισημαίνεται. «Η μόνη καταστροφική επιλογή είναι η οργανωτική διάλυση του κόμματος μέσα από τον προσδιορισμό μας γύρω από το “τι δεν πρέπει να κάνουμε” και τη λογική της μετάθεσης της απόφασης σε ένα απροσδιόριστο μέλλον».
Ταυτόχρονα, καταλήγει το κείμενο «φέρουμε όλες και όλοι μας την ευθύνη να δείξουμε ότι ακόμα και μπροστά σε οριακές στιγμές μπορούμε να συζητήσουμε ουσιαστικά και πολιτικά. Μακριά και σε ρήξη με ένα μοντέλο που ζήσαμε στο παρελθόν το οποίο στην θέση της πολιτικής αντιπαράθεσης είχε την τοξικότητα, τις προσωπικές επιθέσεις και την ανθρωποφαγία».
2. «Χωρίς ισχυρή, ριζοσπαστική Αριστερά, κανένα μέτωπο δεν θα είναι αποτελεσματικό»
Στο δεύτερο κείμενο, εκείνο των 14 μελών του Πολιτικού Γραφείου τονίζονται μεταξύ άλλων τα παρακάτω:
«Ο προοδευτικός χώρος και η Αριστερά βρίσκονται σε μία κρίση με δομικά χαρακτηριστικά» όπου «η κρίση αξιοπιστίας έχει διαβρώσει τον χώρο, έχει απομακρύνει τα παραδοσιακά κοινωνικά της ακροατήρια, ενώ ταυτόχρονα έχει χάσει τη δυνατότητα να εμπνέει και να κινητοποιεί».
Για το ΠΑΣΟΚ, αναφέρεται μεταξύ άλλων πως «βρίσκεται σε βαθιά κρίση ταυτότητας και παρά τις εσωτερικές του αντιφάσεις είναι προφανές ότι τον τόνο δίνουν οι δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης συνδιαχείρισης».
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, που το κείμενο χαρακτηρίζει «μήτρα αυτής της κρίσης», επισημαίνεται πως «βρίσκεται σε μία παρατεταμένη απαξίωση», κατάσταση που αποτελεί «κληροδότημα τόσο του πρόσφατου παρελθόντος του, όσο και αποτέλεσμα της σημερινής κρίσης ταυτότητας που τον διαπερνάει». «Η αδυναμία της Κ.Ο. του να καταψηφίσει έστω και την πρόσφατη αγορά της 4ης -πλέον- φρεγάτας Behlarra, παρά την υπεροπλία των επιχειρημάτων από την πλευρά της Αριστεράς, καταδεικνύει τη βαθιά πρόσδεσή του στους λόγους που τον οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Την ίδια στιγμή η παραίτηση από την Κ.Ο. του Α. Τσίπρα πιστοποιεί και τυπικά το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου, που βαθαίνει την κρίση ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, ρευστοποιεί τις δυνάμεις του και εντείνει τα στρατηγικά αδιέξοδα».
Περαιτέρω, για τον Αλέξη Τσίπρα σημειώνεται πως η παραίτησή του «αυξάνει τη ρευστότητα όπως και τα σενάρια για τη δημιουργία νέου κόμματος. Οι πρόσφατες τοποθετήσεις του πρώην Πρωθυπουργού, με συνεντεύξεις και ομιλίες, δείχνουν την απομάκρυνσή του από την Αριστερά ως πολιτικό χώρο αλλά και την απροθυμία να αναλάβει μέρος της ευθύνης που του αναλογεί για τη σημερινή κρίση του πολιτικού συστήματος, του προοδευτικού χώρου αλλά και της Αριστεράς. Ως Νέα Αριστερά δεν συντασσόμαστε με τέτοια κεντρώα σενάρια και νεφελώδη σχέδια. Από τη μεριά μας, οι αποστάσεις πρέπει να είναι απολύτως καθαρές. Η Νέα Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να εγκλωβιστεί σε κινήσεις ή σενάρια που εκκινούν από προσωπικές στρατηγικές και διαδικασίες ηγεσιών άνευ πολιτικού περιεχομένου. Η συζήτηση για το με ποιους θα συμμαχήσουμε δεν μπορεί να αντικαθιστά τη συζήτηση για το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να εκπροσωπήσουμε».
Επίσης, για το ΜέΡΑ25 σημειώνεται πως «είναι τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά δυστυχώς παραμένει προσκολλημένο σε διαφωνίες και διαιρέσεις που έχουν αξία μεν, αλλά πλέον δεν είναι καθοριστικές. Η υπέρβαση του σεχταρισμού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την τόνωση των κοινωνικών κινημάτων αλλά και για οποιαδήποτε προσπάθεια ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς».
Είναι, λοιπόν, κρίσιμο, αναφέρει το κείμενο «να επαναφέρουμε στο προσκήνιο τον αρχικό μας σκοπό: τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης, ριζοσπαστικής, προγραμματικά συγκροτημένης Αριστεράς, που θα κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι από το πού θα χωρέσει. Παύει αλήθεια να υπάρχει λόγος ύπαρξης του κόμματος αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις δημιουργίας ΛΜ (σ.σ. Λαϊκού Μετώπου)»;
Όσον αφορά τη Νέα Αριστερά, τονίζεται πως «βιώνει και αυτή όπως και όλος ο χώρος μία στρατηγική αμηχανία. Η χαμηλή της δημοσκοπική επιρροή και η αποτυχία στις ευρωεκλογές του 2024 εντείνουν αυτή την αμηχανία, ενώ το στρατηγικό κενό τροφοδοτεί και αυτό με την σειρά του την χαμηλή διείσδυση στο εκλογικό σώμα. Ενώ η δουλειά που γίνεται σε επίπεδο κοινοβουλίου είναι πολύ καλή και συνεκτική και ενώ ο λόγος μας είναι πολιτικά αιχμηρός και ριζοσπαστικός, αποδεικνύεται δύσκολο να μπορέσουμε να ταυτιστούμε με εκλογικά ακροατήρια, ακόμα και με τα παραδοσιακά ακροατήρια της Αριστεράς. Η καλή μας κοινοβουλευτική παρουσία προσκρούει στο νεφελώδη στρατηγικό προσανατολισμό της Νέας Αριστεράς. Σε αυτή τη συγκυρία, το να επενδύσουμε στο ίδιο το κόμμα, στην εσωτερική του οργάνωση, στις ΟΒ, στα Δίκτυα και τα χιλιάδες μέλη που συνιστούν το σώμα και την ψυχή του είναι το πρώτο πολιτικό καθήκον. Οποιαδήποτε πρόωρη συζήτηση για συνεργασίες ή εκλογικές συμπράξεις, χωρίς προγραμματική πυξίδα, υπονομεύει αυτήν την προσπάθεια και αποδυναμώνει τα μέλη μας. Το συνέδριό μας πρέπει να είναι σταθμός συγκρότησης, όχι προθάλαμος εκλογικών συμφωνιών. Η διαμόρφωση του προγράμματος είναι το πιο ουσιαστικό βήμα που θα δείξει στην κοινωνία ποιοι είμαστε και τι προτείνουμε. Και μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορεί να τεθεί, σε ώριμο χρόνο, το ζήτημα των συμμαχιών.
Επίσης, σε σχέση με το τι «διδάσκει» η νίκη Μαμντάνι, το κείμενο σημειώνει: «Η εμπειρία διεθνώς δείχνει ότι η ριζοσπαστική πολιτική δε γεννιέται από συγκολλήσεις κορυφών, αλλά από συλλογική και επίμονη δουλειά στη βάση. Το παράδειγμα του Ζόραν Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη, που έχει συγκροτήσει ένα μαζικό, ταξικό, εθελοντικό δίκτυο δράσης και λόγου, δείχνει ακριβώς αυτό: πως η επιτυχία δεν είναι προϊόν επικοινωνιακού χαρίσματος, αλλά πολιτικής ρίζωσης, οργανωτικής συνέχειας και κοινωνικής εμπιστοσύνης».
Και το κείμενο καταλήγει: «Η αφετηρία μας είναι σαφής: χωρίς ισχυρή, ριζοσπαστική, ενωμένη Αριστερά, κανένα προοδευτικό ή αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο δεν μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικό απέναντι στο καθεστώς της ανισότητας, της αυταρχικής διακυβέρνησης και της ιδεολογικής ηγεμονίας των ελίτ. Αυτό κερδίζεται με οργάνωση, επιμονή και μετατόπιση ισχύος από τους λίγους στους πολλούς, με μικρά αλλά σταθερά βήματα που διαμορφώνουν νέους συσχετισμούς στην κοινωνία».








