H στρατηγική της μιας κάλπης: Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης εγκαταλείπει το σενάριο των διαδοχικών εκλογών

Η «στρατηγική της μιας κάλπης» που περιέγραψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στο ERTNews δεν εμφανίστηκε σε κενό αέρος.
Έρχεται ως απάντηση σε ένα προηγούμενο αφήγημα, που ήθελε τις επόμενες εθνικές εκλογές να εξελίσσονται σε ένα σενάριο τριών διαδοχικών αναμετρήσεων: μια πρώτη κάλπη με χαλαρή ψήφο και ψήφο διαμαρτυρίας , μια δεύτερη για «διορθώσεις» και, αν χρειαζόταν, μια τρίτη για να αρθεί το ενδεχόμενο αδιέξοδο και να παραχθεί σταθερή κυβέρνηση με αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας.
Στο παρασκήνιο, αυτό το σενάριο των τριών καλπών συνδέθηκε με την ανησυχία ότι το πολιτικό σκηνικό του 2027 μπορεί να είναι κατακερματισμένο: ενισχυμένα μικρότερα κόμματα, απώλειες για τη Νέα Δημοκρατία, δυσκολία συγκρότησης μονοκομματικής πλειοψηφίας. Η ιδέα των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων λειτουργούσε ως «εγχειρίδιο πίεσης»: η κοινωνία και τα κόμματα θα οδηγούνταν, μετά από συνεχόμενες κάλπες, σε μια πιο «πειθαρχημένη» επιλογή σταθερότητας. Δεν διατυπώθηκε ποτέ ως επίσημη θέση, αλλά λειτούργησε ως πιθανό πολιτικό σενάριο σε αναλύσεις, δημοσιεύματα και κομματικές συζητήσεις.
Απέναντι σε αυτό ο πρωθυπουργός επέλεξε τουλάχιστον προς το παρόν να τραβήξει μια καθαρή γραμμή. Δηλώνει ότι «υπάρχει μία εκλογή το 2027», πως οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, πως ο εκλογικός νόμος δεν θα αλλάξει και ότι η Νέα Δημοκρατία θα διεκδικήσει την αυτοδυναμία με τον ισχύοντα κανόνα. Με αυτόν τον τρόπο «σβήνει» δημόσια τα σενάρια για διπλές ή τριπλές εκλογές.
Η επιλογή αυτή έχει μια θεσμική και μια καθαρά πολιτική διάσταση. Σε θεσμικό επίπεδο, η δέσμευση ότι δεν θα αλλάξει ο εκλογικός νόμος και ότι δεν θα στηθούν διαδοχικές κάλπες εγγράφεται στην ανάγκη προβλεψιμότητας: οι κανόνες μένουν σταθεροί, οι εκλογές γίνονται στο τέλος της τετραετίας, η χώρα αποφεύγει τον πειρασμό συνεχών εκλογικών ασκήσεων. Σε ένα περιβάλλον ευρωπαϊκής και διεθνούς αστάθειας, η εικόνα ενός κράτους που κάθε λίγους μήνες πηγαίνει στις κάλπες δεν θα ήταν εύκολα διαχειρίσιμη, ούτε σε επίπεδο οικονομίας ούτε σε επίπεδο θεσμών.
Σε πολιτικό επίπεδο, η «στρατηγική της μιας κάλπης» κλείνει τον δρόμο σε μια λογική «δοκιμής και λάθους» από τους ψηφοφόρους. Αν αποδεχόταν κανείς ότι θα υπάρξουν δύο ή τρεις αναμετρήσεις, η πρώτη κάλπη θα λειτουργούσε σχεδόν αναπόφευκτα ως πεδίο ίσως και εκτόνωσης: χαλαρή ψήφος, μηνύματα δυσαρέσκειας, ενίσχυση μικρότερων σχημάτων φυγόκεντρες δυνάμεις.
Η δεύτερη και τρίτη κάλπη θα γίνονταν τότε εργαλεία πίεσης για διαμόρφωση σταθερής πλειοψηφίας. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος της θεσμικής απαξίωσης: το μεγαλύτερο ρίσκο είναι η απώλεια του κεντρώου, θεσμικού ψηφοφόρου. Η εργαλειοποίηση της εκλογικής διαδικασίας μπορεί να τιμωρηθεί από το εκλογικό σώμα ως αλαζονεία. Με τη ρητορική της «μιας κάλπης», αυτό το σχήμα απορρίπτεται: το μήνυμα είναι ότι η όποια κυβέρνηση θα κριθεί και θα προκύψει σε μία και μόνο αναμέτρηση.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επιχειρεί να συνδέσει τη συζήτηση για τον εκλογικό σχεδιασμό με την έννοια της πολιτικής σταθερότητας. Ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι η ύπαρξη σταθερής κυβέρνησης επιτρέπει την υπογραφή ενεργειακών συμφωνιών, την υλοποίηση οικονομικής πολιτικής και τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας, ενώ αναγνωρίζει ότι μετά από επτά χρόνια διακυβέρνησης υπάρχει φθορά. Ωστόσο, προβάλλει το επιχείρημα ότι οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τη Νέα Δημοκρατία μπροστά από τα υπόλοιπα κόμματα, άρα αποτελεί – κατά την κυβερνητική ανάγνωση – τον βασικό πόλο σταθερότητας.
Για την αντιπολίτευση, αυτή η γραμμή ανοίγει δύο πεδία κριτικής. Από τη μία, μπορεί να υποστηρίξει ότι η επίκληση της σταθερότητας λειτουργεί ως άλλοθι για τις κοινωνικές πιέσεις και την ακρίβεια, μετατρέποντας τις εκλογές σε δημοψήφισμα «σταθερότητα ή περιπέτεια». Από την άλλη, μπορεί να αναδείξει το προηγούμενο αφήγημα των διαδοχικών καλπών ως ένδειξη ότι υπήρξε, έστω σε επίπεδο σχεδιασμών, πρόθεση για «εκβιασμό» της λαϊκής ψήφου μέσω αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, κάτι που τώρα εγκαταλείπεται υπό το βάρος του πολιτικού κόστους αλλά και από την ανάγκη η Νέα Δημοκρατία να μαζέψει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους που στο ενδεχόμενο τριών καλπών θα μπορούσαν να είχαν σκορπίσει στην πρώτη κάλπη.
Σε κάθε περίπτωση, η μετατόπιση από το σενάριο τριών καλπών στη ρητή «στρατηγική της μιας κάλπης» αναδιατάσσει το πολιτικό πλαίσιο ενόψει του 2027. Η συζήτηση παύει να περιστρέφεται γύρω από τεχνικές εκλογικής μηχανικής και επιστρέφει στην ουσία: ποιο κυβερνητικό σχήμα, με ποιο πρόγραμμα και ποιον βαθμό αξιοπιστίας μπορεί να διαχειριστεί την επόμενη τετραετία. Για τους πολίτες, το μήνυμα είναι πως δεν θα υπάρξουν «δοκιμαστικές» αναμετρήσεις• για τα κόμματα, ότι η προετοιμασία για την κάλπη του 2027 είναι μονοσήμαντη και χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Άρα, η «στρατηγική της μιας κάλπης» δεν είναι απλώς ένα σύνθημα της κυβέρνησης, αλλά η επιλογή ενός πιο ευθύ εκλογικού δρόμου, μετά από μια περίοδο όπου τα σενάρια τριπλών εκλογών χρησιμοποιήθηκαν ως υπόδειγμα για το πώς μπορεί να παραχθεί τεχνητά πλειοψηφία. Το αν η κοινωνία θα επιβραβεύσει αυτή την πιο γραμμική προσέγγιση ή αν θα επιλέξει να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της απέναντι στη φθορά και τις ανισότητες, θα φανεί στην κάλπη – τη μία και μοναδική.
Διαβάστε επίσης








