Το νέο δόγμα Τραμπ, η Ευρώπη σε μετάβαση και η ελληνική πρόκληση

Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ σε συνδυασμό με τη συνέντευξη του Nτόναλντ Τραμπ στο Politico δεν είναι ένα ακόμη επεισόδιο έντασης στις διατλαντικές σχέσεις. Αποτελεί την κρυστάλλωση ενός νέου δόγματος για την Ευρώπη: Λιγότερη συναισθηματική ρητορική περί «Δύσης» και «συμμαχίας αξιών», περισσότερη ωμή ισχύς, πολιτισμικός λόγος και συναλλαγή.
Στο κέντρο αυτού του δόγματος βρίσκεται η ιδέα ότι η Ευρώπη είναι μια ήπειρος σε παρακμή, η οποία οφείλει είτε να «συνέλθει», είτε να πάψει να αποτελεί προτεραιότητα για την Ουάσιγκτον.
Στο επίσημο κείμενο της στρατηγικής, η Ευρώπη αντιμετωπίζεται ως οικονομικά αποδυναμωμένη και δημογραφικά γηρασμένη, με υπερβολική ρυθμιστική πυκνότητα και αδυναμία να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές.
Ο όρος «civilizational erasure» για τον κίνδυνο πολιτισμικής αλλοίωσης δεν είναι τυχαίος· ενσωματώνει επιχειρήματα που μέχρι πρόσφατα ανήκαν στο οπλοστάσιο της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς.
Στη συνέντευξη, η γλώσσα είναι ακόμη σκληρότερη: «Αδύναμοι» Ευρωπαίοι ηγέτες, «αποσυντιθέμενη» ήπειρος, κυβερνήσεις που δεν μπορούν να διαχειριστούν ούτε τη μετανάστευση, ούτε την Ουκρανία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Δύσης μπαίνει σε επανεξέταση.
Το ΝΑΤΟ δεν καταργείται, αλλά η αμερικανική ομπρέλα παύει να είναι άνευ όρων. Η αμερικανική στρατηγική απαιτεί από τους Ευρωπαίους μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες, ανάληψη του κόστους στην Ουκρανία και μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά τους.
Η συμμαχία αναβαθμίζεται σε σχέση ισχύος: Ο ισχυρός θέτει τους όρους, οι υπόλοιποι καλούνται να τους αποδεχθούν ή να αναζητήσουν εναλλακτικές.
Η πρώτη αντίδραση στο ευρωπαϊκό επίπεδο είναι αμυντική. Η συζήτηση για «στρατηγική αυτονομία» αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο: Κοινά εξοπλιστικά προγράμματα, ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, ενεργειακή ασφάλεια χωρίς μονομερή εξάρτηση. Think tanks και ευρωπαϊκά μέσα υπογραμμίζουν ότι η ΕΕ, αν θέλει να επιβιώσει ως πολιτικός δρων και όχι ως γεωπολιτικό παράρτημα, οφείλει να αποκτήσει δική της στρατηγική βούληση και εργαλεία ισχύος.
Σε αυτό το σημείο, η Ελλάδα εισέρχεται στο κάδρο όχι ως υποσημείωση, αλλά ως παράγοντας με βαρύτητα. Οι ενεργειακές εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων – η εδραίωση της χώρας ως κόμβου LNG, οι διασυνδέσεις με Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο, τα σχέδια για νέες υποδομές μεταφοράς και αποθήκευσης – ενισχύουν τον ρόλο της Ελλάδας ως κρίσιμου κρίκου στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αλυσίδα. Σε μια Ευρώπη που επιδιώκει να μειώσει εξαρτήσεις και να θωρακίσει την ενεργειακή της ασφάλεια, η γεωγραφία και η σταθερότητα της Ελλάδας αποκτούν στρατηγική αξία.
Οι προοπτικές είναι σημαντικές:
• Η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει ως βασικός διάδρομος εισαγωγής και μεταφοράς ενέργειας προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
• Μπορεί να κεφαλαιοποιήσει τη θέση της για να προσελκύσει επενδύσεις, να ενισχύσει τη διπλωματική της επιρροή και να αναβαθμίσει τον ρόλο της εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
• Μπορεί, τέλος, να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια ΕΕ που αναζητά αυτονομία και σε μια Ουάσιγκτον που εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για σταθερούς εταίρους στη νοτιοανατολική πτέρυγα της συμμαχίας.
Όμως κάθε ευκαιρία συνοδεύεται από αυξημένο ρίσκο. Η γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας σημαίνει ότι θα βρίσκεται πιο συχνά στο επίκεντρο ανταγωνισμών – είτε πρόκειται για περιφερειακές εντάσεις, είτε για διαπραγματεύσεις σε επίπεδο ΕΕ–ΗΠΑ, είτε για πιέσεις στο πεδίο των κυρώσεων και της ενεργειακής πολιτικής. Σε ένα περιβάλλον όπου οι ΗΠΑ ζητούν «σαφείς επιλογές» και λιγότερες γκρίζες ζώνες, η Αθήνα θα πρέπει να ορίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις προτεραιότητές της και τα όρια των υποχωρήσεών της.
Το πιο ανησυχητικό όμως στοιχείο του νέου δόγματος δεν είναι μόνο η ανακατανομή ισχύος, αλλά η αναδιαμόρφωση του ιδεολογικού χώρου στην Ευρώπη. Η γλώσσα της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας και η ρητορική Τραμπ εναρμονίζονται, σε μεγάλο βαθμό, με τα αφηγήματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς: φόβος πολιτισμικής αλλοίωσης, ταύτιση της μετανάστευσης με απειλή, υποτίμηση των φιλελεύθερων θεσμών ως «αδυναμίας».
Ο κίνδυνος που επισημαίνουν ευρωπαϊκά μέσα και αναλυτές είναι διπλός. Πρώτον, η νομιμοποίηση αυτής της ρητορικής από την Ουάσιγκτον μπορεί να λειτουργήσει ως επιταχυντής για την περαιτέρω άνοδο ακροδεξιών δυνάμεων σε ευρωπαϊκές χώρες. Όταν ο Λευκός Οίκος υιοθετεί γλώσσα που μέχρι χθες θεωρούνταν περιθωριακή, τα εθνικιστικά κόμματα αποκτούν ισχυρό επιχείρημα: δεν είναι πλέον «ακραία», αλλά «συνεπής φωνή» μιας ευρύτερης δυτικής τάσης.
Δεύτερον, η ΕΕ κινδυνεύει να διαιρεθεί εσωτερικά ανάμεσα σε κυβερνήσεις που επιθυμούν εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και σε κυβερνήσεις που θα προτιμήσουν να ευθυγραμμιστούν ιδεολογικά και πολιτικά με την τραμπική εκδοχή της Δύσης. Αυτό το ρήγμα μπορεί να αποδειχθεί πιο επικίνδυνο από οποιαδήποτε εξωτερική απειλή, γιατί διαβρώνει την ικανότητα της Ευρώπης να μιλά με μία φωνή.
Για την Ελλάδα, η διάσταση αυτή δεν είναι θεωρητική. Η χώρα βρίσκεται σε περιοχή όπου ο εθνικισμός, οι μεταναστευτικές πιέσεις και οι ενεργειακές διεκδικήσεις συνυπάρχουν.
Η άνοδος ακροδεξιών αφηγήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσα σε ένα περιβάλλον έντασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσε να περιπλέξει περαιτέρω τα δεδομένα: Να αυξήσει τις πιέσεις για σκληρότερες θέσεις, να δυσκολέψει τους συμβιβασμούς, να μετατρέψει την πολιτική διαχείριση κρίσεων σε πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης.
Συνολικά, το νέο δόγμα Τραμπ δεν σημαίνει το τέλος της Δύσης, αλλά το τέλος μιας εποχής αυτονόητης συνοχής.
Η Ευρώπη καλείται να αποφασίσει αν θα παραμείνει αντικείμενο αμερικανικού ορισμού ή αν θα εξελιχθεί σε αυτόνομο πόλο με δική της στρατηγική και ταυτότητα.
Η Ελλάδα, λόγω θέσης, ενέργειας και συμμαχιών, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της μετάβασης. Το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα τοποθετηθεί απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά και σε ποια Ευρώπη θέλει να ανήκει: σε μια Ευρώπη ώριμη, συνεκτική και στρατηγικά αυτόνομη ή σε μια ήπειρο κατακερματισμένη, που θα ταλαντεύεται ανάμεσα σε φόβους, εξαρτήσεις και συγκυριακές ισορροπίες.
Διαβάστε επίσης
Αθήνα σε Φιντάν: Η μόνη διαφορά μας είναι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα








