Ενεργειακή αναβάθμιση με εμπόδια: Παλιά κτίρια, ευρωπαϊκές υποχρεώσεις και το «αγκάθι» της ομοφωνίας

Σημαντικές προκλήσεις ανοίγονται για την Ελλάδα στο πεδίο της ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, καθώς η αναθεωρημένη Ευρωπαϊκή Οδηγία 2024/1275 (EPBD) θέτει δεσμευτικούς στόχους για όλα τα κράτη-μέλη.
Η χώρα καλείται να μειώσει κατά περίπου 16% τη μέση ενεργειακή κατανάλωση των κατοικιών έως το 2030, ενώ έως τον Μάιο του 2026 οφείλει να καταθέσει Εθνικό Σχέδιο Ανακαίνισης Κτηρίων, με συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα και πηγές χρηματοδότησης.
Το πρόβλημα ξεκινά από τη δομή του ίδιου του κτιριακού αποθέματος. Περίπου 7 στα 10 σπίτια στην Ελλάδα έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1985, δηλαδή πριν από την εφαρμογή κανονισμών θερμομόνωσης.
Πρόκειται κυρίως για κτίρια των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70, με υψηλές ενεργειακές απώλειες, παλαιά κουφώματα, ανεπαρκή μόνωση και συστήματα θέρμανσης περασμένων δεκαετιών. Η ενεργειακή τους κατανάλωση μεταφράζεται σε υψηλούς λογαριασμούς και αυξημένο κόστος διαβίωσης για τα νοικοκυριά.
Ωστόσο, πέρα από το τεχνικό και χρηματοδοτικό σκέλος, αναδεικνύεται ένα σοβαρό θεσμικό εμπόδιο: το καθεστώς λήψης αποφάσεων στις πολυκατοικίες.
Σήμερα, για να προχωρήσουν εργασίες ενεργειακής αναβάθμισης σε κοινόχρηστους χώρους –όπως θερμομόνωση, αντικατάσταση καυστήρα ή εγκατάσταση αντλιών θερμότητας– απαιτείται ομοφωνία στη γενική συνέλευση. Στην πράξη, μία μόνο διαφωνία αρκεί για να «παγώσει» κάθε διαδικασία, ακόμη και όταν υπάρχουν διαθέσιμα επιδοτούμενα προγράμματα.
Το ζήτημα αυτό έχει ήδη αντιμετωπιστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία, οι αποφάσεις για ενεργειακές παρεμβάσεις λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλονται υποχρεωτικές εργασίες για κτίρια χαμηλής ενεργειακής απόδοσης. Στη Γερμανία, η νομοθεσία επιτρέπει την υλοποίηση παρεμβάσεων ακόμη και χωρίς πλήρη συναίνεση, όταν αυτές κρίνονται αναγκαίες για την ενεργειακή μετάβαση.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση για αλλαγή του πλαισίου έχει ανοίξει, καθώς χωρίς θεσμικές τομές οι ευρωπαϊκοί στόχοι δύσκολα θα επιτευχθούν. Το επόμενο διάστημα αναμένεται κρίσιμο, καθώς η ενεργειακή αναβάθμιση δεν αποτελεί πλέον επιλογή, αλλά υποχρέωση με κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες για εκατομμύρια νοικοκυριά.
Το αποτέλεσμα άλλωστε αποτυπώνεται άμεσα στους λογαριασμούς: σε πολλά παλιά διαμερίσματα, η θέρμανση και η ψύξη απορροφούν δυσανάλογο ποσοστό του εισοδήματος. Για χιλιάδες νοικοκυριά, ιδιαίτερα ηλικιωμένους και χαμηλόμισθους, η ενεργειακή κατανάλωση δεν είναι ζήτημα άνεσης αλλά επιβίωσης.
Η ενεργειακή φτώχεια παραμένει διαρθρωτικό πρόβλημα, με οικογένειες που περιορίζουν τη θέρμανση τον χειμώνα ή την ψύξη το καλοκαίρι για να αντεπεξέλθουν οικονομικά.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά πρακτικά για μια μέση πολυκατοικία της δεκαετίας του ’60 ή του ’70; Οι βασικές παρεμβάσεις –θερμομόνωση κελύφους, αντικατάσταση κουφωμάτων, αναβάθμιση συστήματος θέρμανσης– μπορούν να μειώσουν την ενεργειακή κατανάλωση κατά 30% έως 40%, οδηγώντας σε αισθητή πτώση των λογαριασμών. Ωστόσο, το αρχικό κόστος παραμένει υψηλό και συχνά αποτρεπτικό, ακόμη και με επιδοτήσεις.
Έτσι, πολυκατοικίες παραμένουν ενεργειακά «παγιδευμένες», με τους ενοίκους να πληρώνουν διαρκώς υψηλό κόστος αντί για μια εφάπαξ επένδυση με μακροπρόθεσμο όφελος.
Το διακύβευμα πλέον είναι διπλό: είτε η χώρα θα προχωρήσει σε συντονισμένη αναβάθμιση μειώνοντας λογαριασμούς και ενεργειακή φτώχεια, είτε το κόστος της αδράνειας θα συνεχίσει να μεταφέρεται, μήνα με τον μήνα, στους πιο αδύναμους.
Διαβάστε επίσης:
Ινστιτούτο Τσίπρα για την Οικονομία: Καταρρίπτεται ο μύθος του success story την περίοδο 2019 – 2024
Διόδια δύο ταχυτήτων στον άξονα Αθήνα Θεσσαλονίκη με αυξήσεις έως 27% από Πρωτοχρονιά για οδηγούς
Πηγή: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | topontiki.gr








