Εξωτερική πολιτική και εσωτερική αντιπαράθεση

Αντιμέτωπη με τις συνέπειες της αδράνειας και της έλλειψης στρατηγικής στην εξωτερική της πολιτική βρίσκεται η κυβέρνηση, η οποία, εκτός από τις βολές της αντιπολίτευσης, δέχεται πυρά ακόμα και από τα (πρώην) «σπλάχνα» της.
1. Ο Αντώνης Σαμαράς σε εκτενή συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» επέκρινε ευθέως την επιμονή της κυβέρνησης στην τακτική του «κατευνασμού» (mobility) έναντι της Τουρκίας, κατηγορώντας ευθέως την ηγεσία του ΥΠΕΞ (προφανώς και τον Κυριάκο Μητσοτάκη) για υποχωρητικότητα στα κυριαρχικά δικαιώματα και αδυναμία οικοδόμησης αξιοπιστίας:
«Την Τουρκία με την “κινητικότητα” την ξεπλένουμε διεθνώς. (…) Αρετή στην εξωτερική πολιτική είναι η αξιοπιστία (…), όχι ο κατευνασμός» υπογράμμισε ο πρώην πρωθυπουργός.
2. Την ίδια ώρα ο Δημήτρης Αβραμόπουλος κατηγόρησε το Μαξίμου για αποσπασματική και φοβική στάση, που αφήνει την Άγκυρα να παρεμβαίνει ανεξέλεγκτα: «Η Ελλάδα, αντιθέτως, παραμένει εγκλωβισμένη σε φοβικά σύνδρομα και αποσπασματικές κινήσεις…».
Πέραν των εσωτερικών / εσωκομματικών πυρών, που διευκολύνονται (και πολλαπλασιάζονται) όταν η έλλειψη στρατηγικής επιτρέπει στον κάθε έναν να λέει ό,τι θέλει (και να πυροβολεί προς κάθε κατεύθυνση), η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης βρίσκεται στο στόχαστρο όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία, θα πρέπει να σημειώσουμε, δεν συντάσσονται πίσω από κάποια εναλλακτική πρόταση ή στρατηγική.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκος Ανδρουλάκης σε δηλώσεις του διαπιστώνει ότι το κυβερνητικό αφήγημα περί «ήρεμων νερών» συνοδεύεται από επιτάχυνση του σχεδίου της «γαλάζιας πατρίδας» από την Τουρκία. Μια ακόμη εύστοχη διαπίστωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ είναι ο παραγκωνισμός της Ελλάδας από διπλωματικές διεργασίες καίριας σημασίας στην περιοχή όπως η συνάντηση/ συνεννόηση μεταξύ Ερντογάν, Μελόνι και Λιβύης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, σημειώνει ότι η τουρκική αναθεωρητική πολιτική είναι αποτέλεσμα «των περιθωρίων που αφήνει η αδύναμη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης», και η «απουσία στρατηγικής». Οι εύστοχες διαπιστώσεις, ωστόσο, δεν καλύπτουν την ένδεια στρατηγικών προτάσεων…
Το τουρκικό σχέδιο
Όσο η ελληνική πλευρά – κυβέρνηση και αντιπολίτευση – παραπαίει, η Τουρκία υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία τις πάγιες «αναθεωρητικές» θέσεις της. Όπως με την υποβολή από τουρκικό πανεπιστήμιο σε υπηρεσία της UNESCO ενός χάρτη χωροθέτησης θαλάσσιων πάρκων. Με αυτή την απάντησή της στο αντίστοιχο ελληνικό σχέδιο για τα θαλάσσια πάρκα η Τουρκία επιχειρεί να θεμελιώσει ακόμα περισσότερο τον ισχυρισμό ότι τα ελληνικά νησιά, λόγω ιδιαίτερων συνθηκών, δεν έχουν δικαιώματα ΑΟΖ πέραν των 6 ναυτικών μιλίων, που είναι τα χωρικά τους ύδατα.
Η τουρκική επιμονή (από την κρίση των Ιμίων, και ακόμα παλαιότερα για αμφισβήτηση του status στο Αιγαίο) στην αναθεωρητική πολιτική δεν φαίνεται να πτοεί την ελληνική κυβέρνηση, που επιμένει να δίνει «διαβατήριο ευπρεπούς συμπεριφοράς» στην Άγκυρα εξακολουθώντας να κινείται με βάση την ψευδαίσθηση ότι τα ελληνικά δίκαια (και συμφέροντα) προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η ευρωπαϊκή υποχρέωση, άλλωστε, επέβαλε στην κυβέρνηση να σπεύσει και να ανακοινώσει τους χάρτες με τα θαλάσσια πάρκα.
Τα ελληνικά «πάρκα»
Η Ελλάδα ανακοίνωσε την πρόθεση δημιουργίας δύο μεγάλων θαλάσσιων πάρκων – ένα στο Νότιο Αιγαίο (νότια των Κυκλάδων) και ένα στο Ιόνιο – συνολικής έκτασης άνω των 27.500 τ. χλμ., που θα είναι τα μεγαλύτερα στη Μεσόγειο. Για το αιγαιοπελαγίτικο πάρκο, που καλύπτει 9.500 τ. χλμ., αντέδρασε η Τουρκία χαρακτηρίζοντας την ελληνική κίνηση ως «ενέργεια χωρίς νομικά αποτελέσματα». Η Άγκυρα ζήτησε μάλιστα από την Αθήνα την αποφυγή μονομερών ενεργειών σε ημι-περίκλειστες θάλασσες, όπως το Αιγαίο.
Η Αθήνα απέρριψε τις τουρκικές αιτιάσεις και αξιώσεις που συντηρεί και τη δημοσίευση των χαρτών με τα δικά της θαλάσσια πάρκα, υποστηρίζοντας ότι ο τουρκικός χάρτης ουδεμία νομική ισχύ έχει – δεν απευθύνεται σε αρμόδιο διεθνή φορέα, ώστε να παράγει δέσμευση.
Μεταξύ Άγκυρας και Τρίπολης
Η συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης (τουρκολιβυκό μνημόνιο) του 2019, που θέλει να καθορίσει τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δύο χωρών αγνοώντας την ύπαρξη (και τα συναφή δικαιώματα σε ΑΟΖ) των νησιών όπως της Κρήτης και της Ρόδου, έχει οδηγήσει την ελληνική εξωτερική πολιτική σε μια «τουρκολιβυκή» μέγγενη, από την οποία δεν φαίνεται να μπορεί να ξεφύγει. Κι αυτό γιατί η απουσία κάθε στρατηγικού σχεδιασμού οδηγεί τελικά σε μονοδιάστατες επιλογές του στιλ «φίλοι με ΗΠΑ και Ισραήλ και οι άλλοι να πάνε να… πνιγούνε».
Δύσκολη ισορροπία
Στο «διά ταύτα», η σημερινή εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής αποκαλύπτει μια κεντρική αντίθεση και μια ουσιαστική αδυναμία / ανάγκη. Η αντίθεση έχει να κάνει με την επιλογή ανάμεσα στην υιοθέτηση πιο δυναμικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας ή την αποδοχή ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον κατευνασμό της Τουρκίας με την επίκληση του Διεθνούς Δικαίου.
Η αδυναμία απάντησης σε αυτό το δίλημμα οδηγεί και στην ουσία του ελληνικού προβλήματος που δεν είναι άλλο από την απουσία ενός διαμορφωμένου εθνικού, διακομματικού, στρατηγικού σχεδιασμού, σε βάθος δεκαετιών.
Διαβάστε επίσης:
Ανταλλαγή πυρών ΝΔ – ΠΑΣΟΚ για το τουρκολιβυκό μνημόνιο