Η άνοδος των ομάδων αυτοάμυνας στην Αφρική

Οι ομάδες αυτοάμυνας έχουν πολλαπλασιαστεί ραγδαία στην Αφρική αποτελώντας πλέον ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα και ζήτημα ασφάλειας για αρκετά κράτη της ηπείρου. Η εξάπλωσή τους οφείλεται κυρίως στη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια των πολιτών και στην αδυναμία των δημόσιων αρχών να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη βία και το έγκλημα.
Παρότι οι ομάδες αυτοάμυνας ήταν ανέκαθεν παρούσες στην αφρικανική ήπειρο, τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν αποκτήσει κεντρικότερο ρόλο στην αντιμετώπιση της βίας σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, είτε αυτή προέρχεται από ένοπλες συγκρούσεις είτε από την κοινή εγκληματικότητα. Παρότι η «γέννησή» τους αποτέλεσε απότοκο των πρωτοβουλιών τοπικών κοινοτήτων, η σύσταση κρατικά υποστηριζόμενων ομάδων αυτοάμυνας αποτελεί μία πρόσφατη τάση, που αναδεικνύει την πολύπλοκη σχέση μεταξύ κυβερνητικών αρχών και αυτών των ομάδων.
Η εμφάνιση των ομάδων αυτοάμυνας εγκυμονεί πολλαπλούς κινδύνους, καθώς σε όλη την Αφρική παρατηρείται ότι οι ομάδες αυτές διευρύνουν τους ήδη υπάρχοντες κύκλους βίας, ενώ δεν είναι ασυνήθιστο να εμπλέκονται και σε παράνομες δραστηριότητες. Τείνουν δε να εξελίσσονται σε υβριδικές δομές ασφαλείας, συνδυάζοντας κρατικούς και ιδιωτικούς παράγοντες, και αντλώντας έσοδα από εκβιασμούς, διακίνηση ναρκωτικών και ληστείες.
Ποικιλία χαρακτηριστικών
Τα χαρακτηριστικά των ομάδων αυτοάμυνας ποικίλλουν σημαντικά. Μπορεί να λειτουργούν με ή χωρίς την υποστήριξη κοινοτικών νόμων, να φέρουν βαρύ οπλισμό ή να είναι άοπλες, να είναι αποτέλεσμα κρατικής πρωτοβουλίας ή κρατικά υποστηριζόμενες ή να αναδύονται οργανικά χωρίς την υποστήριξη των Αρχών. Γενικά ορίζονται ως «συλλογικά κινήματα πολιτών που έχουν ως σκοπό την παροχή ασφάλειας και προστασίας στις κοινότητές τους, χωρίς – τουλάχιστον αρχικά – να διεκδικούν αυτονομία, απόσχιση ή να διαθέτουν εξτρεμιστική ατζέντα».
Μπουρκίνα Φάσο
Στην Μπουρκίνα Φάσο οι ομάδες αυτοάμυνας ανέκαθεν αποτελούσαν την «κοινοτική απάντηση» στην εγκληματικότητα. Ωστόσο, ο ρόλος τους αυξήθηκε ραγδαία μετά το 2014 και την ανατροπή του καθεστώτος Μπλεζ Καμπαορέ. Η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε επέφερε μοιραία την αύξηση της εγκληματικότητας. Η αδυναμία του κράτους να επιβάλει την τάξη οδήγησε τις αγροτικές κοινότητες να προβούν στη δημιουργία ομάδων αυτοάμυνας, οι οποίες είναι γνωστές ως «Koglweogo», που στη γλώσσα της εθνοτικής ομάδας Μόσι σημαίνει «Φύλακες του Θάμνου».
Οι ομάδες Koglweogo αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από την αποτελεσματικότητά τους στην αντιμετώπιση του κοινού εγκλήματος. Οργανώνονταν σε επίπεδο χωριού και στελεχώνονταν κυρίως από εθελοντές, πολλοί εκ των οποίων είχαν υπάρξει θύματα βίας ή κλοπής.
Ωστόσο, από το 2018, οι προκλήσεις ασφαλείας μεγεθύνθηκαν, καθώς τζιχαντιστικές οργανώσεις από το Μάλι, όπως η Jama’at Nasr al-Islam wal Muslimin (JNIM), έκαναν την εμφάνισή τους στην Μπουρκίνα Φάσο. Η αυξημένη εμπλοκή των ομάδων Koglweogo στην αντιμετώπιση του τζιχαντιστικού κινδύνου έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς οι ομάδες αυτές επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες εναντίον των μουσουλμανικών κοινοτήτων Φουλάνι, τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνες για τις τζιχαντιστικές επιθέσεις, γεγονός που οδήγησε σε έντονη κλιμάκωση της κοινοτικής βίας.
Το 2020, ενώ η JNIM και το παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους στο Σάχελ κέρδιζαν ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος στη χώρα, το κοινοβούλιο της Μπουρκίνα Φάσο θέσπισε νόμο για τη σύσταση των «Εθελοντών για την Άμυνα της Πατρίδας». Αυτή η ομάδα αυτοάμυνας, η οποία αποτελείτο από πολίτες – εθελοντές, απορρόφησε την πλειονότητα των ήδη υφιστάμενων ομάδων αυτοάμυνας. Ωστόσο, η κρατική αυτή πρωτοβουλία αποδείχθηκε εξίσου αποτυχημένη με αυτή της σύστασης των Koglweogo, καθώς η κοινοτική βία εντάθηκε.
Συγκεκριμένα, τη διετία 2021-2023, οι απώλειες σε επίπεδο άμαχου πληθυσμού διπλασιάστηκαν (από περίπου 750 σε 1.500), με το ένα τρίτο των απωλειών αυτών κατά το 2023 να αποδίδεται σε ένοπλη βία από τις κρατικές δυνάμεις ή από τις ομάδες αυτοάμυνας, συμπεριλαμβανομένων των Εθελοντών για την Άμυνα της Πατρίδας. Επιπλέον, μέλη των Εθελοντών για την Άμυνα της Πατρίδας έχουν διαπράξει αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, όπως εκβιασμούς, απαγωγές για λύτρα και κλοπές ζώων.
Επίσης, η δημιουργία των Εθελοντών για την Άμυνα της Πατρίδας από το κράτος αποσκοπούσε στον έλεγχο των υφιστάμενων ομάδων αυτοάμυνας. Παρά τις αρχικές προθέσεις για δημιουργία μίας πολυεθνοτικής ομάδας αυτοάμυνας, η εν λόγω ομάδα αυτοάμυνας απαρτίζεται κυρίως από μέλη των εθνοτικών ομάδων των Koglweogo, δηλαδή από τους Μόσι, τους Γκουρμαντσέ και τους Ντόζο.
Όσα μέλη αυτών των εθνοτικών ομάδων ενσωματώθηκαν στους Εθελοντές για την Άμυνα της Πατρίδας έλαβαν όπλα, εκπαίδευση και μισθό, λειτουργώντας εντός ενός νόμιμου πλαισίου ως βοηθοί των Δυνάμεων Άμυνας και Ασφάλειας. Στα τέλη του 2022 η στρατιωτική κυβέρνηση της Μπουρκίνα Φάσο υπογράμμισε τον σημαίνοντα ρόλο των Εθελοντών για την Άμυνα της Πατρίδας στη στρατηγική ασφαλείας της, ενώ ανακοίνωσε ότι η δύναμη της εν λόγω ομάδας αυτοάμυνας ανέρχεται σε 90.000 πολίτες.
Νιγηρία
Στη Νιγηρία η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει τα ζητήματα ασφαλείας που προκύπτουν από την αύξηση της εγκληματικότητας και τις κοινοτικές συγκρούσεις ανάγκασε τις τοπικές κοινότητες να συστήσουν τον δικό τους θεσμό ασφαλείας συγκροτώντας ομάδες αυτοάμυνας.
Για παράδειγμα, στη βόρεια Νιγηρία οι κοινότητες παραδοσιακά οργανώνουν άνδρες εθελοντές σε ομάδες αυτοάμυνας, γνωστές ως «Yan Banga», για την αντιμετώπιση κοινών εγκλημάτων, όπως κλοπές και ληστείες. Αυτές οι ομάδες λειτουργούν υπό την επίβλεψη συλλόγων κατοίκων και κοινοτικών ηγετών, είναι αμιγώς τοπικές και παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ασύνδετες με το κράτος.
Ωστόσο, η πρώτη κρατική εμπλοκή παρατηρήθηκε το 2013, όταν η κυβέρνηση της Πολιτείας Μπόρνο ανέλαβε αυξημένο έλεγχο στις τοπικές ομάδες αυτοάμυνας. Η Yan Gora, μία κοινοτική ομάδα που δραστηριοποιείται στην πρωτεύουσα της Πολιτείας Μπόρνο, Μαϊντουγκούρι, και αρχικά σχηματίστηκε για την καταπολέμηση των μαχητών της τζιχαντιστικής οργάνωσης Μπόκο Χαράμ, ενσωματώθηκε στο ευρύτερο σύστημα ασφάλειας της πολιτείας.
Έκτοτε η ενσωμάτωση των ομάδων αυτοάμυνας στο πολιτειακό σύστημα ασφαλείας συνιστά τον βασικό άξονα της πολιτικής ασφαλείας των πολιτειακών κυβερνήσεων της Νιγηρίας. Για παράδειγμα, το 2020, στην Πολιτεία Καντούνα, η πολιτειακή κυβέρνηση ενσωμάτωσε τις υπάρχουσες ομάδες αυτοάμυνας σε μία πολιτοφυλακή υπό την ονομασία Υπηρεσίες Αυτοάμυνας της Πολιτείας Καντούνα.
Αντίστοιχα, τον Ιούνιο του 2022, η πολιτειακή κυβέρνηση της Ζαμφάρα προέβη στη σύσταση των Φρουρών Προστασίας της Κοινότητας έπειτα από την απορρόφηση των τοπικών ομάδων αυτοάμυνας στον πολιτειακό μηχανισμό.
Ωστόσο, οι πρωτοβουλίες αυτές συνοδεύονται από προβλήματα. Η σύσταση των πολιτειακών ομάδων αυτοάμυνας αντιβαίνει στους ομοσπονδιακούς κανονισμούς, προκαλώντας τριβές μεταξύ των πολιτειακών και ομοσπονδιακών κυβερνήσεων. Αυτή η ασυμφωνία υπονομεύει τον συντονισμό μίας κοινής προσπάθειας των πολιτειών και του ομοσπονδιακού κράτους για την αντιμετώπιση των εσωτερικών ζητημάτων ασφαλείας. Επιπλέον, ελλείψει πολιτειακού ελέγχου, πολλές ομάδες αυτοάμυνας βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να επιδοθούν σε έκνομες ενέργειες.
Νίγηρας
Ο Νίγηρας είναι μία χώρα με μακρά παράδοση στη χρήση ομάδων αυτοάμυνας για την καταπολέμηση του εγκλήματος και την επιβολή της έννομης τάξης.
Τη δεκαετία του 1990 παρατηρήθηκε στη χώρα η άνοδος των ομάδων αυτοάμυνας Yan Banga («Πρωτοπόροι» στη γλώσσα Χάουσα). Αν και αρχικά εμφανίστηκαν στη βόρεια Νιγηρία τη δεκαετία του 1950 ως «πραιτοριανοί» πολιτικών κομμάτων, στον Νίγηρα, ειδικά σε περιοχές όπως το Μαραντί και το Ζιντέρ, οι Yan Banga αποτελούνταν κυρίως από νεαρούς άνδρες της γειτονιάς, ιδίως άνεργους, που συνήθως εξοπλίζονταν με φακούς και χειροπέδες και πραγματοποιούσαν περιπολίες.
Στην πρωτεύουσα Νιαμέι οι ομάδες Yan Banga δημιουργήθηκαν από τους πιο εύπορους κατοίκους των γειτονιών και χρηματοδοτούνταν από την κοινότητα και από πλούσιους εμπόρους. Οι ομάδες αυτές, οι οποίες σχηματίστηκαν λόγω της αναποτελεσματικότητας των εκάστοτε κυβερνήσεων να εφαρμόσουν επαρκή μέτρα αστυνόμευσης, είχαν ως κύριους στόχους την αντιμετώπιση της αυξανόμενης εγκληματικότητας και την αποκατάσταση της τοπικής τάξης.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των νυχτερινών περιπολιών, τα μέλη των ομάδων αυτών συχνά προέβαιναν σε πράξεις αυτοδικίας ξυλοκοπώντας, ταπεινώνοντας, και σε ορισμένες περιπτώσεις, σκοτώνοντας άτομα ύποπτα για κλοπές, απολαύοντας καθεστώτος ατιμωρησίας. Αυτές οι υπερβάσεις του νόμου από τις Yan Banga, ως απόρροια της ατιμωρησίας που απήλαυαν, αρχικά αγνοήθηκαν από τους ντόπιους και τους χωροφύλακες, καθώς οι ομάδες αυτές είχαν κατορθώσει να εμπεδώσουν το αίσθημα της ασφάλειας στις τοπικές κοινωνίες.
Καμερούν
Η δεινή οικονομική κατάσταση στο βόρειο τμήμα του Καμερούν, σε συνδυασμό με την περιορισμένη παρουσία της κρατικής ασφάλειας και την έντονη παρουσία της Μπόκο Χαράμ, οδήγησε τους πολίτες των παραμεθόριων χωριών να προβούν στον σχηματισμό των Επιτροπών Αυτοάμυναςγια την ανάσχεση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Από το 2014 οι Επιτροπές Αυτοάμυνας αποτελούν τις αποτελεσματικότερες μονάδες επιβολής του νόμου στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Είναι επιφορτισμένες με την τοπική επιτήρηση και με τη συλλογή πληροφοριών και συνεργάζονται με τα Τάγματα Ταχείας Επέμβασης και τις κρατικές δυνάμεις για την καταπολέμηση της Μπόκο Χαράμ. Επιπλέον σημειώνεται ότι οι Επιτροπές Αυτοάμυνας απολαύουν της ισχυρής υποστήριξης των περιφερειακών και κεντρικών κυβερνήσεων, οι οποίες θεωρούν ότι η συνεργασία πολιτών – στρατού αποτελεί το «κλειδί» για την αποκατάσταση της ειρήνης και της ασφάλειας στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Τσαντ
Τον Φεβρουάριο του 2015, έπειτα από μία επίθεση της Μπόκο Χαράμ στα νησιά της λίμνης Τσαντ, που στοίχισε τη ζωή σε 24 άτομα, η κυβέρνηση του Τσαντ ζήτησε από τους τοπικούς αρχηγούς να οργανώσουν ομάδες αυτοάμυνας για την αντιμετώπιση της τζιχαντιστικής οργάνωσης. Οι Αρχές του Τσαντ ακολουθούν συνήθως μία τακτική «καρότου και μαστιγίου» για να ωθήσουν τους νέους να ενταχθούν σε αυτές τις ομάδες αυτοάμυνας και να προστατεύσουν τις κοινότητές τους από κοινού με τον τακτικό στρατό.
Παρότι η κοινοτικά καθοδηγούμενη στρατηγική ασφάλειας με επικεφαλής τους τοπικούς αρχηγούς και τους θρησκευτικούς ηγέτες έχει ενισχύσει τη συλλογή και ανταλλαγή πληροφοριών σε τοπικό επίπεδο και έχει συμβάλει στην αποτροπή πολλών τρομοκρατικών ενεργειών της Μπόκο Χαράμ (όπως στην Κουλκίλμε και στην Καϊγκά Κιντζίρια το 2016), δεν έχει κατορθώσει να εξαλείψει πλήρως το φαινόμενο της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας στη χώρα.
Συγκεκριμένα, η Μπόκο Χαράμ σε ένδειξη αντιποίνων στοχοποιεί συστηματικά τους τοπικούς αρχηγούς, επειδή λειτουργούν ως κρατικοί πληροφοριοδότες. Για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο του 2015, η τζιχαντιστική οργάνωση δολοφόνησε τον αρχηγό της περιοχής Νγκουμπουά, ενώ πολλοί άλλοι τοπικοί αρχηγοί έχουν γίνει αποδέκτες απειλών θανάτου εξαιτίας της συνεργασίας τους με τις κρατικές αρχές.
Παρότι η ένταξη σε ομάδες αυτοάμυνας στο Τσαντ έχει κυρίως εθελοντικό χαρακτήρα, τα αμειβόμενα μέλη των ομάδων αυτών έχουν εκφράσει κατά καιρούς τη δυσαρέσκειά τους για την ανεπαρκή μισθοδοσία τους. Για παράδειγμα, το 2016, μέλη ομάδων αυτοάμυνας στο Μπολ προέβησαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις διαμαρτυρόμενα για τις πενιχρές αποδοχές τους.
Επιπλέον, ορισμένα μέλη των ομάδων αυτών έχουν κατηγορηθεί ότι προσάπτουν ψευδείς κατηγορίες σε κατοίκουςχαρακτηρίζοντάς τους ως υποστηρικτές της Μπόκο Χαράμ, προκειμένου να διευθετήσουν τις προσωπικές τους διαφορές. Παράλληλα, άλλα μέλη έχουν προβεί σε βάναυσες καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κοινού με τον στρατό, όπως διεξαγωγή συνοπτικών δικών και δολοφονίες.
* Ο Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκας είναι υποψήφιος διδάκτορας, MSc: «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές», MA: «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»
Διαβάστε επίσης:
Ιστορικό ρεκόρ στις τιμές των ενοικίων – Από 91% έως 116% πάνω τα φοιτητικά διαμερίσματα
Άρια Αδελφότητα: Η σύγχρονη εκδοχή του Ναζισμού στις ΗΠΑ