Η διπλή όψη της ΔΕΘ: Μειώσεις φόρων στη μεσαία τάξη, αλλά χωρίς προστασία απέναντι στην ακρίβεια οι ευάλωτοι

Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός παρουσίασε ένα ευρύ πακέτο μόνιμων μειώσεων φόρων, το οποίο περιέγραψε ως τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στη φορολογία εισοδήματος μετά τη μεταπολίτευση.
Οι παρεμβάσεις καλύπτουν μισθωτούς, οικογένειες με παιδιά, νέους έως 30 ετών, κατοίκους μικρών οικισμών και ελεύθερους επαγγελματίες, με το συνολικό κόστος να ανέρχεται σε 1,76 δισ. ευρώ το 2026 και σε 2,46 δισ. ευρώ το 2027. Πρόκειται για τη δεύτερη οριζόντια φορολογική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, μετά τη μείωση του ΕΝΦΙΑ το 2019, με σαφή πολιτική στόχευση στη μεσαία τάξη.
Αν και η μείωση των φορολογικών συντελεστών φέρνει ουσιαστικά οφέλη για εκατομμύρια πολίτες, το πακέτο έχει εμφανείς αδυναμίες:
- Οι χαμηλόμισθοι που αμείβονται με περίπου 800 ευρώ μηνιαίως δεν θα δουν καμία ουσιαστική διαφορά, καθώς ήδη πληρώνουν ελάχιστο ή καθόλου φόρο εισοδήματος. Πρόκειται για μια κοινωνική κατηγορία που δοκιμάζεται ιδιαίτερα από την ακρίβεια και που μένει στο περιθώριο των παρεμβάσεων.
- Το ίδιο ισχύει και για τους χαμηλοσυνταξιούχους, οι οποίοι επίσης μένουν εκτός του πεδίου ανακούφισης, καθώς το νέο πλαίσιο δεν περιλαμβάνει μέτρα ειδικά προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους.
Αντιθέτως, οι ελαφρύνσεις συγκεντρώνονται σε μεσαία και υψηλότερα εισοδήματα. Ένας εργαζόμενος χωρίς παιδιά με ετήσιο εισόδημα 30.000 ευρώ θα έχει όφελος περίπου 400 ευρώ, ενώ μια οικογένεια με δύο παιδιά και το ίδιο εισόδημα θα δει το φορολογικό βάρος της να μειώνεται κατά 1.200 ευρώ. Στους πολύτεκνους οι αλλαγές είναι ακόμη πιο ευνοϊκές, καθώς μηδενίζεται η φορολογική επιβάρυνση έως τις 20.000 ευρώ και το όφελος φτάνει τις 4.100 ευρώ για εισόδημα 30.000 ευρώ. Οι αριθμοί αυτοί καταδεικνύουν ότι το πακέτο έχει σχεδιαστεί με κεντρικό αποδέκτη τη μεσαία τάξη, αφήνοντας στο περιθώριο τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες.
Καμία παρέμβαση για την ακρίβεια, σαράκι η έμμεση φορολογία
Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη για την ακρίβεια. Οι τιμές στην ενέργεια, στα τρόφιμα και σε βασικά αγαθά παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, συνεχίζοντας να διαβρώνουν το διαθέσιμο εισόδημα. Η απουσία στοχευμένων μέτρων για την ανάσχεση των ανατιμήσεων δημιουργεί την αίσθηση ότι η κυβέρνηση επικεντρώνεται αποκλειστικά στο φορολογικό σκέλος, χωρίς να αντιμετωπίζει το βασικότερο πρόβλημα που βιώνουν τα νοικοκυριά.
Παράλληλα, το πεδίο της έμμεσης φορολογίας μένει στο απυρόβλητο. Ο ΦΠΑ σε τρόφιμα, καύσιμα και υπηρεσίες δεν αλλάζει, παρότι είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι έμμεσοι φόροι πλήττουν δυσανάλογα τους οικονομικά ασθενέστερους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δήλωση του προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, αποτυπώνει την αγωνία της αγοράς:
«Ένα μεγάλο θέμα λοιπόν είναι σίγουρα η ενίσχυση των εισοδημάτων, ένα άλλο όμως πρέπει να είναι και η συγκράτηση των τιμών στα ράφια. Και σε αυτό τη λύση θα μπορούσε να δώσει η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, κάτι που η κυβέρνηση αρνήθηκε να εφαρμόσει παρά τις προτάσεις παραγόντων της αγοράς».

Και συνέχισε:
«Η επίσημη δικαιολογία είναι ότι και να προχωρούσε σε αυτή τη μείωση, οι τελικοί καταναλωτές δεν θα έβλεπαν τη διαφορά. Άρα με αυτό το σκεπτικό μπορούμε να υποθέσουμε ότι ούτε οι κάτοικοι των ακριτικών νησιών- για τους οποίους ανακοινώθηκε μείωση του ΦΠΑ κατά 30%- θα δουν χαμηλότερες τιμές. Μήπως η ίδια η κυβέρνηση ακυρώνει τη δική της πολιτική; Τι ισχύει τελικά; Θα ωφεληθούν αυτοί οι άνθρωποι ή όχι;
Δεν ικανοποιήθηκε η αγορά
Ο κ. Χατζηθεοδοσίου παραμένοντας στο πεδίο της φορολογίας σημείωσε ότι «δεν ακούσαμε το παραμικρό για βελτιώσεις στον τρόπο φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, μέσω του αυθαίρετου υπολογισμού του τεκμαρτού εισοδήματος. Αλλά ούτε και για την κατάργηση μνημονιακών βαρών όπως η προκαταβολή φόρου και το τέλος επιτηδεύματος για τα νομικά πρόσωπα».
«Γενικότερα, πέρα από την απλοποίηση στις αδειοδοτήσεις, δεν ανακοινώθηκαν μέτρα που θα στοχεύουν στην τόνωση της επιχειρηματικότητας που έχει ανάγκη η χώρα. Ούτε και κάποιες παρεμβάσεις για την ουσιαστική αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους», προσέθεσε.
«Πέρα λοιπόν από τις οπωσδήποτε θετικές παρεμβάσεις σε κάποιους τομείς, εκτιμώ ότι δεν ικανοποιήθηκαν βασικά αιτήματα των ανθρώπων της αγοράς. Και αν οι ΜμΕ αντιμετωπίζουν προβλήματα, αυτό αντανακλάται σε όλη την οικονομία», καταλήγει στη δήλωσή του ο κ. Χατζηθεοδοσίου.
Με βάση τα παραπάνω, το νέο πακέτο μπορεί να χαρακτηριστεί ως γενναιόδωρο προς τη μεσαία τάξη, αλλά ελλιπές σε κοινωνικό εύρος. Αν και μειώνει το φορολογικό βάρος για εκατομμύρια φορολογούμενους, δεν προσφέρει ανάσα στους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, ούτε παρέχει απάντηση στο πρόβλημα της ακρίβειας και της έμμεσης φορολογίας, αφήνοντας εκτεθειμένα τα νοικοκυριά που πλήττονται περισσότερο από τις πληθωριστικές πιέσεις της τελευταίας πενταετίας.
Διαβάστε επίσης: