Ελλάδα

Να αγοράζουμε ελληνικά προϊόντα

Ζούμε την Ελλάδα του ΟΠΕΚΕΠΕ, την Ελλάδα της μόνιμης κρίσης, των μόνιμων ελλειμμάτων σε ποιοτικά προϊόντα, των μόνιμων πλεονασμάτων σε καταστάσεις ψυχαγωγίας. Κι όμως, ξεκινήσαμε από τη δεκαετία του 1950, όταν ο τουρισμός δεν ήταν η βαριά βιομηχανία της χώρας, έχοντας μόλις 50.000 επισκέπτες τον χρόνο, και ταυτόχρονα μεγάλα ελλείμματα σε χίλιους δυο άλλους τομείς.

Στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1960 οι μετεμφυλιακές καταστάσεις και η ανέχεια της υπαίθρου έκαναν τους αγρότες «να παίρνουν των ομματιών τους» και να μεταναστεύουν εντός ή εκτός της χώρας. Τον καιρό εκείνο η κοινωνία εξακολουθούσε να είναι «αγροτοκεντρική», ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με το βιβλίο του για τα «Ψηλά βουνά» και με τον ηθικό εγκωμιασμό του ανθρώπου της υπαίθρου επηρέαζε τις συνειδήσεις, ενώ το αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου έδινε στα παιδιά ως «πρώτη πνευματική τροφή» κάποιες αναφορές στη γεωργία: μιλώντας για τα πρωτοβρόχια, τη φθινοπωρινή σπορά, τον χειμώνα στο τζάκι, την ανθισμένη άνοιξη, τον θερισμό και τον τρύγο…

Φυσικά υπήρχε και ο «εκσυγχρονιστικός» λόγος της εποχής (Αβέρωφ!) που μιλούσε για την «ευλογία της μετανάστευσης», εννοώντας τα μεταναστευτικά εμβάσματα που εισέρρεαν στη χώρα, όμως η αντίπαλη πλευρά ήταν πλειοψηφική και με κάθε ευκαιρία αποδοκίμαζε την ανοχή της ερήμωσης της υπαίθρου και την καταδίκη χιλιάδων ανθρώπων στη «μαύρη ξενιτιά»… Τα χρόνια πέρασαν, ο αγροτικός πληθυσμός και γενικότερα ο πληθυσμός της υπαίθρου έγινε ακόμη πιο μειοψηφικός, η ανοδική ποιότητα ζωής στις πόλεις έφερε παλιούς γεωργούς μέχρι και στα θλιβερά ημιυπόγεια αστικών πολυκατοικιών – να παίζουν τον ρόλο θυρωρού. Το «αθηναϊκό κράτος» αναπτυσσόταν εκρηκτικά, ενώ από την άλλη πλευρά η ελληνική περιφέρεια βίωνε την υστέρηση σε σχέση με το μέσο εθνικό επίπεδο συγκοινωνιών, υπηρεσιών υγείας, πολιτισμού, ψυχαγωγίας, προστασίας απέναντι σε έκτακτα γεγονότα.

Παθητική προσαρμογή στη διεθνή αγορά

Η όλη αυτή κατάσταση ήταν επόμενο να απαξιώσει δραματικά τον ρόλο του γεωργού, να τον αποκλείσει ουσιαστικά από έναν ρόλο «επιχειρηματία της υπαίθρου». Την ίδια περίοδο οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έβαζαν χέρι στους αγροτικούς συνεταιρισμούς και ουσιαστικά αναιρούσαν την ιδιότητά τους ως μορφών εθελοντικής αυτοοργάνωσης. Η κοντόφθαλμη διαχείριση των αγροτικών υποθέσεων αντί μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής, και μάλιστα η διαχείριση από κομματικούς εγκάθετους και αγροτοπατέρες, ακύρωνε κάθε πολιτική ενεργητικής προσαρμογής της αγροτικής οικονομίας στη διεθνή αγορά. Αποτέλεσμα ήταν η άτακτη υποχώρηση, η μετατροπή μιας παραδοσιακά αγροτικής χώρας σε ελλειμματική, η απεμπόληση ποιοτικών προϊόντων, η κακοδιαχείριση φυσικών πόρων όπως το νερό, το έδαφος, η γενετική ποικιλότητα. Το έτος 2000 υπήρχε ήδη έλλειμμα ύψους 1.230 εκατομμυρίων ευρώ στα αγροτικά προϊόντα. Το 2007 το έλλειμμα αυτό σκαρφάλωσε στα 2.998 εκατομμύρια, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ.

Μέσα στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, η χώρα θα μπορούσε να περισώσει κάποιους τομείς προβληματικούς, με υψηλά έξοδα παραγωγής. Ακόμη δεν θα χρειαζόταν να αγωνιστεί για τη διατήρηση συγκεκριμένων οικισμών, που είχαν «χωροθετηθεί» στο μακρινό παρελθόν για να αντιμετωπίσουν άλλες ανάγκες, όπως ήταν η προστασία από τη ληστεία, την πειρατεία, την ελονοσία, τη φυματίωση. Η έμφαση σε ορισμένους τομείς (π.χ. λάδι, αμπέλια, ιχθυοκαλλιέργειες) θα μπορούσε να συνδυάζεται με τη διατήρηση μιας παραγωγής μικρής κλίμακας, ποιοτικής, ταυτοποιημένης και συνδεδεμένης με την ελληνική παράδοση και με τη λεγόμενη μεσογειακή διατροφή. Η Ελλάδα δεν χρειαζόταν να περάσει σε μια κατάσταση «μονοκαλλιέργειας» ή «ολιγοκαλλιέργειας»: απλώς χρειαζόταν προσαρμογές στη διεθνή ζήτηση, προπάντων δε στη δική της γεωγραφική ιδιαιτερότητα.

Η εξέλιξη του κτηνοτροφικού τομέα ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική της εγχώριας κακοδιαχείρισης αλλά και του εισαγόμενου εκμαυλισμού. Η χώρα με τα 60 εκατ. στρέμματα «δυνάμει» βοσκοτόπων, με περιορισμένη την κρεοφαγική κουλτούρα, έφτασε το 2007 να έχει έλλειμμα σε κρέατα, αυγά, γάλα κ.λπ. ύψους 1.594 εκατομμυρίων ευρώ, μόνο στις συναλλαγές της με τις χώρες της Ε.Ε. Η Ελλάδα το 2021 είχε 18,2% λιγότερες ζωικές μονάδες, που σημαίνει: 7 στις 10 χοιροτροφικές μονάδες έπαψαν να υπάρχουν, η παραγωγή πουλερικών μειώθηκε κατά 66%, των αιγοπροβάτων κατά 48% και των βοοειδών κατά 35%.

Από τη μια πλευρά η κτηνοτροφία ενισχυόταν με μηχανικά μέσα και υγειονομική υποστήριξη, όμως από την άλλη πλευρά η υπερβολική κρεοφαγία παρήγε ελλείμματα, οδηγούσε σε εισαγωγές από βαλκανικές και άλλες χώρες, σε «ελληνοποιήσεις». Και από κοντά έρχονταν απώλειες παραδοσιακών τομέων, δεμένων με την «ελληνικότητα», με αποτέλεσμα να έχουμε κατά καιρούς τομάτες Βελγίου (!), λεμόνια Αργεντινής, μέλι Βουλγαρίας, πατάτες Αιγύπτου, ρόδια από το Ιράν… Η «μπριζολοκρατία» στους ανά την επικράτεια ταβερνοχώρους επιδίωκε την αποστασιοποίηση από την παραδοσιακή διατροφή και επεφύλασσε περιφρόνηση στο παλιό «λιτοδίαιτο του Έλληνος».

Από την άλλη πλευρά δεν απουσίαζε και μια αυθόρμητη επιστροφή στην παράδοση, με την προβολή κάποιων ελληνικών προϊόντων, που όμως δεν μπορούσαν να αναστρέψουν την κατάσταση. Όπως ακριβώς δεν μπορούσε να αναστρέψει την κατάσταση το «ντόπιο στριπτίζ», που έφερε στην επιφάνεια ο Μάνος Στεφανίδης – σαν μια αποθέωση της νέας ελληνικής οικονομίας των ψυχαγωγικών υπηρεσιών, σε μια χώρα όλο και περισσότερο τουριστοκεντρική…

Ένα μέλλον «αποαγροτοποίησης»;

Για πολλούς ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος φαίνεται να καθορίζει το μέλλον της ελληνικής υπαίθρου: Ένα μέλλον «αποαγροτοποίησης», με ορισμένους αγροβιομηχανικούς θυλάκους στα πεδινότερα σημεία και την υπόλοιπη χώρα να αποδίδεται σε χρήσεις αναψυχής και τουρισμού. Ιδού μια προέκταση των προβλέψεων της «Καταστασιακής Διεθνούς» στη δεκαετία του 1950, για την επερχόμενη «ψυχαγωγική ψευτο-ύπαιθρο»! Η εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή είναι υπαρκτή και έως έναν βαθμό αυθόρμητη, από τις ίδιες τις δυνάμεις της αγοράς. Όμως ταυτόχρονα χαλκεύεται από μεγαλοπαράγοντες της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενισχύεται από την κομφορμιστική συμπεριφορά των πολιτικών ευρείας κατανάλωσης, τρέφεται από την παθητικότητα των πολιτών.

Και όμως: O αγρότης μπορεί να αποκτήσει ή να προσαρμοστεί στην επιστημονική εξειδίκευση, η χώρα μπορεί να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά της Ολλανδίας – που πρωτοστατεί στην αγροτική παραγωγή στο πλαίσιο της Ε.Ε. Ο κτηνοτρόφος μπορεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, να αξιοποιήσει τους πλούσιους ελληνικούς βοσκοτόπους των 60 εκατομμυρίων στρεμμάτων – σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1987 – και να αποκτήσει «ελεύθερο χρόνο», διαθέσιμο για κοινωνικές σχέσεις κάθε είδους.

Η μεγάλη στροφή: τα πράγματα δεν είναι απελπιστικά

Φθάνουμε λοιπόν στο 2025, οπότε διαπιστώνουμε: Τα πράγματα δεν είναι και τελείως απελπιστικά. Μια σύγκριση των περιόδων 2008, 2019, 2020 και 2021 δείχνει ότι μέχρι τώρα η ελληνική αγροτική παραγωγή και η μεταποίηση αγροδιατροφικών προϊόντων, τα οποία για δεύτερη χρονιά (το 2021) διατήρησαν το εμπορικό πλεόνασμα ύψους περίπου 0,5 δισ. ευρώ, που είχε αρχικά επιτευχθεί το 2020 για πρώτη φορά από το 1984, δηλαδή ύστερα από 36 χρόνια. Το πλεόνασμα του 2021 στηρίχθηκε κυρίως στις εξαιρετικά καλές εξαγωγικές επιδόσεις του βαμβακιού, αλλά και των οπωροκηπευτικών, των ελαίων, του καπνού και των δορών (προβειές), σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΠΕ.

Διότι ακόμη και σ’ αυτή την περίοδο, που χαρακτηρίζεται από την ύφεση ή και εξαφάνιση του μικρού χωριού, υπάρχουν και περισσεύουν τοποθετήσεις για τη δυνατότητα μιας άλλης πορείας. Έγκυροι αναλυτές του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικών Ερευνών, και όχι μόνο, επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα μιας «παραγωγικής ανάτασης» της γεωργικής υπαίθρου, με την πολυαπασχόληση των αγροτών, με την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων ταυτοποιημένων, με τη σύνδεση της ποιοτικής γεωργικής παραγωγής και του τουριστικού τομέα…

Επιπλέον υπάρχει η δυνατότητα του αγροτουρισμού κι ακόμη η δυνατότητα μιας «καθαρής» βιολογικής παραγωγής, σε ένα υψηλής ποιότητας περιβάλλον, με μια νέου τύπου αγροτιά της γνώσης, σε αντιπαράθεση με την ιδεολογική αγκύλωση στις «οικονομίες κλίμακας», στην «απόλυτη εξειδίκευση», στον ακραίο καταμερισμό έργων. Κι ακόμη υπάρχουμε κι εμείς, οι καταναλωτές: Εμείς που «ψηφίζουμε», καθημερινά, στον χώρο της αγοράς. Που μπορούμε να επιλέγουμε ελληνικά προϊόντα, όχι από εθνικισμό ή από ψευδαίσθηση για την υπεροχή τους έναντι των προϊόντων όλου του κόσμου, αλλά διότι διά μέσου των αγορών μας «αγοράζουμε» ένα άλλο μέλλον.

Ο καταναλωτής μπορεί να έχει μια πιο στοχαστική συμπεριφορά, να μην έχει τις τιμές ως αποκλειστικό κριτήριο για τις επιλογές του. Αλλά και ο παραγωγός στην ύπαιθρο μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από τον τύπο που ενσάρκωνε ο Τσάρλι Τσάπλιν στους «Μοντέρνους Καιρούς» – προβάλλοντας την καρικατούρα του μονοδιάστατου και μονόπλευρου εργαζόμενου. Όσοι δε προβληματίζονται και βλέπουν τα πράγματα σκούρα λόγω της προβλεπόμενης «ευθανασίας» της ελληνικής γεωργίας, μπορούν να κάνουν μια θεραπευτική χρήση του σαιξπηρικού γνωμικού: «Η θλίψη είναι μια μορφή οκνηρίας».

Σημείωση: Τα στοιχεία προέρχονται από την επεξεργασία στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ.

* Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας

Διαβάστε επίσης:

Χωροχρονικά περισσότερος τουρισμός

Οι παραδοξότητες που θρέφουν τον τουρισμό – Από τον εκπαιδευτικό των Άγγλων λόρδων μέχρι το αχαλίνωτο μοντέλο του σήμερα

Μικρασιατική Καταστροφή- Δύο συγκλονιστικά ντοκιμαντέρ αποτυπώνουν την κατακλυσμιαία για τον ελληνισμό ήττα

Πηγή: ΕΛΛΑΔΑ | topontiki.gr

Back to top button