Περιμένοντας τον Τσίπρα

Εν αναμονή της ίδρυσης νέου κόμματος από τον Αλέξη Τσίπρα, είναι μάλλον φυσιολογικό να έχουμε περισσότερα σενάρια και εκτιμήσεις παρά ειδήσεις. Άλλωστε σενάρια και εικασίες έχουμε ακόμη και για κόμματα που δεν θα ιδρυθούν ποτέ, όπως αυτό «του Αντώνη Σαμαρά» ή «των 91 προσωπικοτήτων» που διοργάνωσαν εκδήλωση για τα εθνικά θέματα συνοδευόμενη και από κοινό κείμενο.
Ειδήσεις περί κόμματος Τσίπρα είναι λογικό να μην υπάρχουν, είτε εμφανίσει κόμμα το φθινόπωρο είτε το αφήσει για το 2026. Είναι όμως αυτονόητο πως καμιά αναγγελία δεν μπορεί να απέχει χρονικά πολύ από την πραγμάτωσή της, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πολιτικές κινήσεις, τις οποίες πρέπει να προστατεύσουν από την πρόωρη φθορά οι… αυτουργοί τους. Πάντως ήδη είναι έντονη η συζήτηση και η αντιπαράθεση επί του εικαζόμενου εγχειρήματος…
Το αμέσως προηγούμενο διάστημα η φασαρία μεγεθύνθηκε πολύ περισσότερο από το… κανονικό εξαιτίας των δέκα χρόνων από τα capital controls και το τρίτο μνημόνιο. Φυσικά δεν θα μείνουμε τόσο στη φασαρία, αφού αυτό που προέχει είναι μια προσπάθεια να εκτιμήσουμε αν το υπό σκέψη και υπό ίδρυση κόμμα θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά σε μια πολιτική σκηνή που είναι φθαρμένη, με πρωταγωνιστές «κουρασμένους» και εκ των πραγμάτων κόβει λίγα εισιτήρια.

Ασαφείς δημοσκοπήσεις
Οι προσδοκίες των φίλων, υποστηρικτών και οπαδών του Τσίπρα εστιάζονται στη δυνατότητά του να μπει δυναμικά στο παιχνίδι, να απορροφήσει ψηφοφόρους της Αριστεράς και (πολύ) πέραν αυτής και να αρθεί στο επίπεδο του κύριου αντιπάλου της Ν.Δ. και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τα δημοσκοπικά στοιχεία δεν δίνουν κάποια σαφή απάντηση σε αυτό το ερώτημα:
- Κατά την MRB τον Ιούνιο, το 12,6% των ερωτηθέντων για το κόμμα Τσίπρα θα το ψήφιζε «σίγουρα», ενώ το 16,5% «μάλλον θα το ψήφιζε».
- Στην ίδια δημοσκόπηση θα το ψήφιζε «σίγουρα» το 20,8% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι, κεντροαριστεροί και αριστεροί, ενώ «μάλλον θα το ψήφιζε» το 22,9% της ίδιας πολιτικής ομάδας.
- Ενδιαφέρον το στοιχείο ότι ο Τσίπρας (32,5%) δεν παίρνει, για την ώρα, πολύ καθαρά κεφάλι από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου (30,9%) στο ερώτημα «Ποιος θα μπορούσε να ενώσει των χώρο της Κεντροαριστεράς;».
- Λίγο πιο συγκρατημένα τα συμπεράσματα από τη δημοσκόπηση της GPO τον ίδιο μήνα, η οποία δείχνει ότι πολύ και αρκετά πιθανό να ψηφίσει το «κόμμα Τσίπρα» δηλώνει το 17% του συνόλου, το οποίο αποτελείται από το 57,2% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, το 20,5% της Πλεύσης Ελευθερίας και το 15,1% του ΚΚΕ.
Προφανώς πρέπει να είναι μικρή η εμπιστοσύνη σε δημοσκοπήσεις που αφορούν ένα κόμμα το οποίο δεν υπάρχει. Συνεπώς μεγαλύτερη αξία έχει η προσπάθεια να δούμε ποιες είναι οι προϋποθέσεις της επιτυχίας ή της αποτυχίας του εν λόγω εγχειρήματος.
Ενδοαριστερές αντιθέσεις
Ένα ερώτημα είναι η στάση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιων ψηφοφόρων όμως; Αυτών του 2019 (31,59%), αυτών του 2023 (17,83%) ή αυτών που έχουν απομείνει να δηλώνουν πρόθεση ψήφου στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ (γύρω στο 6% – 7%);
Προφανώς το 31,59% του 2019 δεν μπαίνει καν σε συζήτηση, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε απ’ αυτό το εκλογικό ύψος με τον Τσίπρα παρόντα. Συνεπώς λογικά θα πρέπει να θεωρήσουμε ως πιθανούς ψηφοφόρους αυτούς που το 2023 ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ με τον Τσίπρα αρχηγό – αυτό είναι άλλωστε το ποσοστό που διεκδικεί όντως με βάση τα παραπάνω δημοσκοπικά ευρήματα.

Άλλωστε ό,τι έχει απομείνει στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα της καταστροφικής περιόδου του Στέφανου Κασσελάκη, θα μπορούσε να αθροιστεί με ψηφοφόρους που απομακρύνθηκαν και διασκορπίστηκαν (μόνο ως πρόθεση ψήφου για την ώρα) σε κόμματα χωρίς προοπτική εξουσίας – Πλεύση Ελευθερίας, Κίνημα Δημοκρατίας, Νέα Αριστερά κυρίως.
Σε επίπεδο στελεχών και ψηφοφόρων, πάντως, κανένα από αυτά τα κόμματα δεν φαίνεται ότι θα μπορούσε να απορροφηθεί από ένα κόμμα Τσίπρα, επειδή:
● Οι ψηφοφόροι δείχνουν μοιρασμένοι.
● Τα στελέχη μοιράζονται ανάλογα με τη σχέση μίσους ή αγάπης προς τον Τσίπρα.
● Ο ίδιος ο Τσίπρας θα ήθελε να εμφανίσει ένα σχήμα που, στο πλαίσιο του rebranding / αναδόμησης της πολιτικής του περσόνας, δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί ούτε με τα υπολείμματα του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε με τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίον ο ίδιος έφερε στην εξουσία το 2015. Άλλες εποχές, άλλα δεδομένα, άλλα προβλήματα, άλλες ανάγκες. Και κυριολεκτικά άλλη χώρα συγκριτικά με το 2015.
Επομένως το πρώτο στοιχείο που θα κρίνει την επιτυχία ή την αποτυχία ενός «κόμματος Τσίπρα» θα είναι η ικανότητά του να απορροφήσει το μέγιστο δυνατόν από τους ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί.
Αριστερή ρευστότητα
Ένα επιπλέον ζήτημα που αφορά τον εν λόγω χώρο είναι η έντονη ρευστότητα που τον χαρακτηρίζει:

- Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και στο σημερινό τραγικό δημοσκοπικό επίπεδο, δεν ομονοεί κατ’ ανάγκην, ούτε η ηγεσία του (Σωκράτης Φάμελλος) ελέγχει πλήρως την κατάσταση, αφού υπάρχει μια ενεργή εσωκομματική τάση (Παύλος Πολάκης και Σία) που μόνο δεδομένη δεν θεωρείται.
Σοβαρό λοιπόν το ερώτημα πόσοι και ποιοι από τις δύο κομματικές πλευρές θα θέλουν να συνταχθούν με το «κόμμα Τσίπρα» ή ακόμη και πόσους ή ποιους ο ίδιος ο Τσίπρας θα ήθελε μαζί του. Ερώτημα επίσης το πόσοι και ποιοι απ’ αυτούς μπορεί να είναι αποδεκτοί από το εκλογικό κοινό που ενδιαφέρει τον Τσίπρα. - Η Νέα Αριστερά είναι επίσης ερωτηματικό, καθώς μεγάλο μέρος των στελεχών και δυνητικών ψηφοφόρων της δεν θα συμπορεύονταν με τον Τσίπρα σε καμιά περίπτωση. Υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί από την εποχή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Μετράει επίσης πολύ αρνητικά η στήριξη Τσίπρα στον Κασσελάκη στην εσωκομματική εκλογική διαδικασία, η οποία περιλάμβανε και την αποδοχή του ισχυρισμού ότι η πλευρά της Έφης Αχτσιόγλου αποτελούνταν από υπονομευτές του πρώην προέδρου και πρωθυπουργού. Πολλά τα προβλήματα.
- Στην Πλεύση Ελευθερίας έχει καταλήξει δημοσκοπικά μεγάλο μέρος από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ το 2023 και του 2019. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με έρευνα, σοβαρό ποσοστό των δυνητικών ψηφοφόρων της, το οποίο κινείται από το 20% έως το 40%, ανάλογα με τη δημοσκόπηση, θα ήταν διατεθειμένο να ψηφίσει Τσίπρα.
- Το Κίνημα Δημοκρατίας αποτελείται από στελέχη που ήρθαν σε ρήξη με τους τσιπρικούς του ΣΥΡΙΖΑ όταν ο πρώην πρωθυπουργός στράφηκε κατά του Κασσελάκη, ωστόσο σε δημοσκοπήσεις ένα σοβαρό ποσοστό των δυνητικών ψηφοφόρων του κόμματος αυτού – κατά πληροφορίες και στελέχη του – είναι πρόθυμοι να στραφούν προς τον Τσίπρα και το πιθανό κόμμα του.
Οι αντι-ΣΥΡΙΖΑ
Ο στόχος ενός κόμματος υπό τον Τσίπρα θα έχει ως ρεαλιστικό στόχο τη δεύτερη θέση, άρα και το ξεπέρασμα του ΠΑΣΟΚ. Εδώ ακριβώς φτάνουμε στα πολύ κρίσιμα.
Κατ’ αρχάς, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει το δυνητικό «κόμμα Τσίπρα» να προσελκύσει ψηφοφόρους πολιτικά κεντρώους και οικονομικά μεσαίους και μικρομεσαίους, οι οποίοι αποτέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια τον σκληρό πυρήνα και τον βασικό κορμό του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου εξαιτίας της πολύ σκληρής γι’ αυτούς φορολογικής / ασφαλιστικής πολιτικής της διακυβέρνησης του Τσίπρα.
Πρόκειται για τους ψηφοφόρους που πρώτοι εγκατέλειψαν το πλοίο όταν άρχισε να βυθίζεται και μάλιστα πολλοί εξ αυτών μετακόμισαν απευθείας στη Ν.Δ. προσδοκώντας καλύτερη φορολογική αντιμετώπιση. Εδώ και χρόνια εκτιμούμε ότι αυτοί οι ψηφοφόροι φαίνεται αδύνατον να επιστρέψουν ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα και μέχρι στιγμής δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως κάτι άλλαξε.
Στον ίδιο εκλογικό παρονομαστή βρίσκεται και το τμήμα εκείνο (ευρύτατο) του Κέντρου που έχει κάθετη διαφωνία με τη διακυβέρνηση Τσίπρα στα εθνικά, στα θέματα δημόσιας τάξης, στο μεταναστευτικό κ.λπ. Όσο όμως και αν αυτοί οι ψηφοφόροι είναι δύσκολο να προσεγγιστούν, δεν μπορούν να βγουν από τον εκλογικό λογαριασμό του Τσίπρα εάν θέλει να έχει τύχη και, κυρίως, να γίνει ο κύριος αντίπαλος της Ν.Δ.
Αυτό σημαίνει πως ο πρώην πρωθυπουργός θα πρέπει να πείσει όχι μόνο ότι πολλά από τα κυβερνητικά πεπραγμένα του δεν πρόκειται να επαναληφθούν, αλλά και ότι είναι σε θέση να αντιληφθεί τη νέα πραγματικότητα που βιώνει η χώρα.
Η μοίρα του ΠΑΣΟΚ
Όλα τα παραπάνω ωστόσο δεν βρίσκονται αποκλειστικά στο χέρι του Τσίπρα, αφού ήδη υπάρχει το ΠΑΣΟΚ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης, έστω και αν τα δημοσκοπικά ποσοστά του δεν προϊδεάζουν αυτή την ώρα για το ότι μπορεί να χτυπήσει στα ίσα τη Νέα Δημοκρατία. Παραμένει ένα κόμμα με ισχύ στα μεσοστρώματα και στην περιφέρεια της χώρας και, παρά κάποιες παλινωδίες, αποτελεί την πιο ψύχραιμη εκδοχή προγραμματικής αντιπολίτευσης που υπάρχει σε αυτή τη φάση.

Προς το παρόν αποτελεί εκκρεμότητα το αν το Κίνημα είναι σε θέση να κάνει το βήμα παραπάνω που απαιτείται για να διεκδικήσει την εκλογική νίκη, ωστόσο είναι σαφές πως, εάν η δημιουργία ενός «κόμματος Τσίπρα» το βρει στη σημερινή του κατάσταση, όλα θα γίνουν πολύ πιο δύσκολα. Τα εμπόδια για το ΠΑΣΟΚ είναι τρία:
● Η πρώτη σοβαρή δυσκολία του βρίσκεται στη δυνατότητά του να επικοινωνήσει ευρέως και πειστικά θέσεις και πρόγραμμα διακυβέρνησης. Υποκειμενικές αδυναμίες (λιγοστή επικοινωνιακή ισχύς) και αντικειμενικά εμπόδια (μεγάλο έλλειμμα μιντιακής στήριξης) είναι οι κύριοι λόγοι.
● Η δεύτερη δυσκολία του είναι – όπως έχουμε κατ’ επανάληψη επισημάνει – η αναντιστοιχία κομματικού και στελεχικού μεγέθους με τον εκλογικό στόχο. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ένα κόμμα με οργανωτικές δυνατότητες του μέχρι πρότινος 8%, το οποίο προσπαθεί να φορέσει εκλογικό κοστούμι άνω του 20%. Δεν είναι σαφές το πώς και αν θα μπορούσε να ξεπεραστεί η εν λόγω δυσχέρεια.
● Η τρίτη δυσκολία του αφορά τα εσωτερικά του προβλήματα, καθώς η ηγεσία του έχει φανεί μέχρι στιγμής αδύναμη να ελέγξει μια σειρά στελέχη – είτε φιλικά προσκείμενα προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα είτε με προσωπικές ηγετικές φιλοδοξίες ή κάθετες προσωπικές διαφορές με τον Νίκο Ανδρουλάκη – τα οποία δεν σταμάτησαν ούτε μέρα, ακόμη και μετά την εκλογική τους ήττα, να κοντράρουν, αν όχι να υπονομεύουν ανοιχτά, τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Αυτή η ετερόκλητη κατηγορία – και όχι ομάδα – στελεχών πιθανότατα δεν συνειδητοποιεί ότι, αν στις επόμενες εκλογές ο Ανδρουλάκης ηττηθεί όχι από τον Μητσοτάκη, αλλά από τον Τσίπρα, θα έχουμε το τέλος όχι μόνο του νυν προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του ίδιου του Κινήματος ως κόμματος διεκδίκησης της εξουσίας και την εκ νέου μετατροπή του σε πολιτικό δορυφόρο και ευκαιριακό κυβερνητικό εταίρο.
Παράγοντας υπέρβασης ή περαιτέρω κατακερματισμού;
Με δεδομένη τη ρευστότητα που επικρατεί στον χώρο της Κεντροαριστεράς / Αριστεράς οι «προφητείες» για τη μοίρα ενός νέου κόμματος υπό τον Τσίπρα είναι κάτι περισσότερο από επισφαλείς. Άλλωστε δεν υπάρχει εικόνα ούτε για τη μορφή του ούτε για τη στελεχική του δομή ούτε για τα πολιτικά του προτάγματα, αφού όσα έχει δημοσιοποιήσει μέχρι στιγμής ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός δεν συνιστούν σαφή πολιτική – και, κυρίως, κυβερνητική – πλατφόρμα.
Ακριβώς γι’ αυτό είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος το πώς θα λειτουργήσει σε αυτό το ρευστό πολιτικό περιβάλλον, καθώς η ρευστότητα δεν αφορά μόνο την Κεντροαριστερά / Αριστερά, αλλά αποτελεί χαρακτηριστικό, έστω και σε μικρότερο βαθμό, του αντίπαλου άξονα της Κεντροδεξιάς / Δεξιάς.
Το μόνο που μπορεί κάποιος σήμερα να εικάσει με μια σχετική βεβαιότητα είναι ότι τα ενδεχόμενα δεν είναι περισσότερα από δύο:
● Το «κόμμα Τσίπρα» να επιτύχει την υπέρβαση του κατακερματισμού, να απορροφήσει ψηφοφόρους από όλα τα κόμματα του ευρύτερου χώρου, να ωθήσει κάποια απ’ αυτά στην ανυπαρξία της ζώνης κάτω του 3%, να περιορίσει σοβαρά την εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ και να αναδειχτεί σε δεύτερη πολιτική δύναμη, αποτελώντας τη δύναμη ανασυγκρότησης του ευρύτερου χώρου.
● Το κόμμα αυτό να πάρει ένα μέτριο εκλογικό ποσοστό, το οποίο θα αποτελέσει απλώς μια μερική ανασυγκρότηση του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ, θα κρατήσει το ΠΑΣΟΚ στη μετριότητα και απλώς θα επιτείνει τον κατακερματισμό του ευρύτερου πολιτικού και ιδεολογικού χώρου.
Προς το παρόν ο καθένας μπορεί να κρατήσει όποια εκδοχή τον βολεύει. Την αλήθεια όμως θα την πει μόνο η κάλπη…
Η άνοδος των ομάδων αυτοάμυνας στην Αφρική