Συλλογικές συμβάσεις: Η κυβέρνηση αφαιρεί προεκλογικά όπλα από την αντιπολίτευση – Γιατί έκανε την κίνηση τωρα

Η επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων που ανακοίνωσε η Νίκη Κεραμέως δεν είναι απλώς μια τεχνική αλλαγή στο εργατικό δίκαιο. Είναι μια κίνηση με σαφές πολιτικό αποτύπωμα, που η κυβέρνηση φιλοδοξεί να μετατρέψει σε αφήγημα για την επόμενη περίοδο – προεκλογική και μη – αφαιρώντας από το οπλοστάσιο της αντιπολίτευσης ένα κρίσιμο όπλο που θα μπορούσαν τα κόμματα να χρησιμοποιήσουν ως δικό τους προεκλογικό αφήγημα.
Στο επίπεδο της ουσίας, το μήνυμα είναι απλό: ένα μέρος από ό,τι ταυτίστηκε στην κοινή γνώμη με τα «μνημονιακά χρόνια» στα εργασιακά, επιχειρείται τώρα να κλείσει. Η κατάργηση της λεγόμενης «μερικής μετενέργειας» και η διευκόλυνση της επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων δίνουν στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να λέει ότι ενισχύει ξανά τη συλλογική διαπραγμάτευση και την προστασία των μισθωτών. Χωρίς να γυρίζει πλήρως στο παλιό μοντέλο, που η ίδια έχει κατά καιρούς χαρακτηρίσει άκαμπτο και μη φιλικό στην ανταγωνιστικότητα.
Από πολιτικής πλευράς, η κίνηση υπηρετεί πολλαπλούς στόχους. Πρώτον, επιχειρεί να «ξεπλύνει» μια χρόνια ταύτιση της Νέας Δημοκρατίας με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Μετά από χρόνια όπου η κεντροδεξιά κατηγορήθηκε ότι άνοιξε τον δρόμο για ατομικές συμβάσεις, πάγωμα ωριμάνσεων και περιορισμό της διαιτησίας, μπορεί πλέον να δείχνει ένα πακέτο αλλαγών που κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Δεν είναι τυχαίο ότι στη ρητορική της υπουργού κυριαρχεί η φράση «κλείνουμε τις εκκρεμότητες της μνημονιακής περιόδου».
Δεύτερον, η κυβέρνηση επιχειρεί να επανατοποθετηθεί στο πεδίο του «εισοδήματος». Μέχρι σήμερα το αφήγημα βασιζόταν κυρίως σε αυξήσεις του κατώτατου μισθού με κυβερνητική απόφαση και σε στοχευμένα επιδόματα απέναντι στην ακρίβεια. Με τις συλλογικές συμβάσεις, το Μέγαρο Μαξίμου θέλει να δείξει ότι δεν μοιράζει μόνο εφάπαξ ενισχύσεις, αλλά δημιουργεί και ένα πιο σταθερό θεσμικό πλαίσιο ώστε οι μισθοί να ανεβαίνουν διαρκώς σε κλαδικό επίπεδο. Αυτό απευθύνεται κυρίως στη μισθωτή μεσαία τάξη, στους κλάδους που έχουν οργάνωση και σωματεία – δηλαδή σε ένα σημαντικό κομμάτι ψηφοφόρων που στήριξε τη Νέα Δημοκρατία στις προηγούμενες δύο εκλογικές αναμετρήσεις.
Τρίτον, η συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους δίνει στη Νέα Δημοκρατία μια ευκαιρία να εμφανιστεί ως δύναμη συναινέσεων. Σε μια περίοδο που η δημόσια συζήτηση κυριαρχείται από πόλωση, σκάνδαλα και οξύτητα, το κάδρο μιας υπουργού Εργασίας που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με ΓΣΕΕ, ΣΕΒ και εργοδοτικούς φορείς λειτουργεί επικοινωνιακά υπέρ της εικόνας της «υπεύθυνης διακυβέρνησης». Ιδιαίτερα αν η επόμενη εκλογική αναμέτρηση γίνει σε κλίμα αναζήτησης σταθερότητας, αυτή η εικόνα μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη. Άλλωστε γι’ αυτό τόσο η Νίκη Κεραμέως όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησαν για ιστορική συμφωνία.
Η κίνηση, βέβαια, δεν είναι αποκομμένη από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η σχετική Οδηγία της ΕΕ για τους κατώτατους μισθούς και τη διεύρυνση της κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις υποχρεώνει τις χώρες με χαμηλά ποσοστά να πάρουν μέτρα. Η κυβέρνηση, αξιοποιώντας αυτή την ευρωπαϊκή πίεση, μπορεί να παρουσιάσει τις αλλαγές ως αναβάθμιση της χώρας σε ένα πιο «δυτικό» εργασιακό πρότυπο, πατώντας ταυτόχρονα στο γνωστό επιχείρημα «κάνουμε μεταρρυθμίσεις που μας φέρνουν πιο κοντά στον πυρήνα της Ευρώπης».
Η αντιπολίτευση αυτή τη φορά έχει διαφορετικές τοποθετήσεις ως προς μια κυβερνητική πολιτική. Το ΠΑΣΟΚ, μίλησε κριτικά αλλά με θετικά λόγια για την συμφωνία έχοντας τη δική του παράδοση στο εργατικό δίκαιο και επιχείρησε να εμφανιστεί ως ο «γνήσιος» εκφραστής των συλλογικών συμβάσεων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ΝΔ ανακαλύπτει όψιμα το κοινωνικό κράτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι η κυβέρνηση δίνει πολύ λίγα και πολύ αργά για τους εργαζόμενους, ενώ πιο αιχμηρή είναι η Νέα Αριστερά δια της Έφης Αχτσιόγλου που έκανε λόγο για ιστορικό ψέμα. Το ΚΚΕ, όπως ήταν αναμενόμενο, χαρακτηρίζει τις ρυθμίσεις «διαχείριση της εκμετάλλευσης», υποστηρίζοντας ότι η πραγματική ισχύς παραμένει στα χέρια των εργοδοτών.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η ουδέτερη ανάγνωση είναι πιο ψύχραιμη: η κυβέρνηση κάνει ένα βήμα προς ενίσχυση της συλλογικής διαπραγμάτευσης, χωρίς όμως να ανατρέπει συνολικά το εργασιακό μοντέλο που διαμορφώθηκε τα χρόνια των μνημονίων. Κρατά τον έλεγχο στον κατώτατο μισθό, δεν επαναφέρει όλα τα παλιά εργαλεία του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά προσφέρει ένα πακέτο που μπορεί να δώσει πραγματική βελτίωση σε κλάδους με ισχυρές οργανώσεις.
Πολιτικά, αν οι αλλαγές μείνουν στα χαρτιά, το κέρδος θα είναι επικοινωνιακό και βραχύβιο. Αν όμως μέσα στα επόμενα δύο χρόνια δούμε να υπογράφονται και να επεκτείνονται περισσότερες κλαδικές συμβάσεις με ουσιαστικές αυξήσεις μισθών, η Νέα Δημοκρατία θα μπορεί να προσθέσει στο προεκλογικό της αφήγημα ένα ακόμα επιχείρημα: ότι δεν διαχειρίστηκε απλώς την κρίση και την ανάπτυξη, αλλά ότι άρχισε να κλείνει και κάποιους από τους λογαριασμούς της μνημονιακής εποχής με την αγορά εργασίας. Το αν αυτό θα πείσει τους εργαζόμενους, θα κριθεί στα εκκαθαριστικά και στην τσέπη τους.
Διαβάστε επίσης
Στόχος η δημοσκοπική ανάκαμψη – Η Ν.Δ. κυνηγά το 30% για να «δει» τον δρόμο της αυτοδυναμίας








