Ελλάδα

Βυζάντιο: Κοινωνία και καθημερινή ζωή / ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ – Οι τεχνίτες και οι έμποροι της Κωνσταντινούπολης

Η ιστορία του Βυζαντίου είναι γεμάτη αυτοκράτορες, πατριάρχες, στρατηγούς και αγιογράφους. Όμως η Κωνσταντινούπολη, η καρδιά μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, δεν λειτουργούσε μόνο με διατάγματα και προσευχές. Πίσω από τις ψηφιδωτές αίθουσες της Αγίας Σοφίας και τους χρυσοποίκιλτους θρόνους υπήρχε ένας κόσμος αφανών τεχνιτών, εμπόρων, γυναικών, δούλων και μικροεπαγγελματιών που αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα της καθημερινής ζωής. Το κείμενο αυτό επιχειρεί να φωτίσει τη θέση αυτών των κοινωνικών ομάδων μέσα από πραγματολογικές και αφηγηματικές πηγές, αναδεικνύοντας τη συμβολή τους στον βυζαντινό πολιτισμό, αλλά και τους περιορισμούς που βίωναν.

Η Κωνσταντινούπολη ως σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, εκτός από έδρα της θεοκρατικής εξουσίας και σκηνικό της αυτοκρατορικής ισχύος, ήταν και τόπος έντονης οικονομικής δραστηριότητας. Η καθημερινή της ζωή οργανωνόταν γύρω από τα εργαστήρια, τις αγορές, τα λιμάνια και τα καπηλειά, όπου πλήθος επαγγελμάτων έδινε σχήμα σε μια σύνθετη αστική οικονομία. Οι τεχνίτες και οι έμποροι της Πόλης συνιστούσαν τον αόρατο μηχανισμό που διατηρούσε ζωντανή την αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Εργάτες χειρώνακτες, χωρίς προνόμια, αλλά με ισχυρή κοινωνική αναγνώριση στις συντεχνιακές τους κοινότητες.

Συντεχνίες και κοινωνική οργάνωση

Από τον 9ο αιώνα και μετά, οι επαγγελματίες της Κωνσταντινούπολης οργανώθηκαν σε συντεχνίες (σύστημα συμβίων) υπό την επίβλεψη του Έπαρχου της Πόλεως, ενός από τους σημαντικότερους αξιωματούχους της αυτοκρατορικής διοίκησης. Το περιώνυμο Επαρχικόν Βιβλίον, σύνταγμα κανόνων που εκδόθηκε πιθανώς στα χρόνια του Λέοντα ΣΤ΄ (τέλη 9ου – αρχές 10ου αιώνα), καταγράφει πάνω από 30 επαγγελματικές τάξεις, από τους αρτοποιούς και τους οινοπώλες έως τους σαγματοποιούς και τους αργυροχόους.

Κάθε επάγγελμα είχε αυστηρούς κανονισμούς για τις τιμές, την ποιότητα, τον αριθμό των καταστημάτων, τα υλικά και τις τεχνικές. Οι παραβάτες τιμωρούνταν με πρόστιμα ή ακόμα και με δημόσια διαπόμπευση. Σκοπός της οργάνωσης αυτής δεν ήταν η ελευθερία της αγοράς, αλλά η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, κυρίως της τροφοδοσίας της Πόλης και της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας.

Τοπίο της εργασίας

Οι περισσότεροι τεχνίτες εργάζονταν σε μικρά εργαστήρια ή υπόγεια καταστήματα που συνόρευαν με την Αγορά. Αρκετοί εργάζονταν σε οικογενειακές ή κοινοτικές επιχειρήσεις. Η εργασία περνούσε από γενιά σε γενιά, ενώ δεν έλειπαν οι περιπτώσεις μαθητείας και ένταξης νεοφερμένων με ξένη καταγωγή.

Η μέρα ξεκινούσε με την ομίχλη πάνω από τον Κεράτιο να σηκώνεται νωχελικά, σαν να ξεκολλούσε από το νερό το σώμα της Πόλης. Στο στενό της περιοχής Ξηροκρήνη, πριν ακόμα χτυπήσει η καμπάνα της Αγίας Ειρήνης, άνοιγε το παντζούρι του φούρνου του Λέοντος. Ήταν αρτοποιός τρίτης γενιάς – στρογγυλοπρόσωπος, πάντα με αλεύρι στα μαλλιά. Το ψωμί του δεν ήταν φτηνό, μα ούτε και ακριβό: η τιμή οριζόταν από τον Έπαρχο, και κάθε απόκλιση θα μπορούσε να του στοιχίσει όχι μόνο πρόστιμο αλλά και δημόσια διαπόμπευση. Το αρτοφόριό του, φτιαγμένο από κεραμίδι και κασσίτερο, κρατούσε τη θερμότητα όλο το πρωί. Εκεί πήγαιναν οι υπηρέτες των αρχόντων, οι καλόγριες της γειτονιάς, οι γυναίκες των τεχνιτών.

Στην άκρη της αγοράς, κοντά στα χρυσοχοεία της Μαγναύρας, ο Αρσένιος – νεαρός αργυροχόος – έσκυβε πάνω από ένα στέμμα. Δεν ήταν για τον αυτοκράτορα, φυσικά· τέτοια έργα περνούσαν από τα χέρια του πατέρα του. Ο ίδιος αναλάμβανε παραγγελίες για πλουσίους που ήθελαν να δωρίσουν στην Παναγία ένα ασημένιο θυμιατό ή για νεόνυμφους που ήθελαν «ευλογημένον κύλικα». Η λάμψη του αργύρου δεν τον τύφλωνε· ήξερε ότι το ακριβό το ’χε πιάσει το παλάτι. Όμως κρατούσε την τέχνη του με περηφάνια: κάθε χάραγμα ήταν κι ένας μικρός ψαλμός.

Στην πίσω γωνία, εκεί που μύριζε έντονα ξύδι και θαλάσσια αλμύρα, οι υφαντουργοί και οι βαφείς ζούσαν την πιο πολύχρωμη ζωή τους μέσα στο σκοτάδι. Ο Στέφανος, με τα δάχτυλα μονίμως βυθισμένα στο ιώδες, είχε βαφτίσει βυζαντινή και τη γυναίκα του – επειδή «δεν ξεθωριάζει εύκολα». Δούλευε με τεχνίτες από τη Θράκη και την Καππαδοκία, έφτιαχναν υφάσματα που θα κατέληγαν στην Αλεξάνδρεια ή τη Ραβέννα. Τα μοτίβα – σταυροί, λιοντάρια, ερωδιοί – τα διάβαζε όπως άλλοι διαβάζουν το Ευαγγέλιο. Και κάθε τόσο, ένα κομμάτι το κρατούσε για την κόρη του· «για την προίκα της», είπε.

Λίγο πιο έξω, κοντά στη μονή Παντοκράτορος, ο γερασμένος Αθηναγόρας, γιατρός παλιός, έφτιαχνε μόνος του αφεψήματα από φύλλα ιτιάς και σπόρους ελλεβόρου. Οι ασθενείς του ήταν άνθρωποι της γειτονιάς, χωρίς βαλάντιο – γυναίκες που απέβαλαν, παιδιά με πυρετό, άνδρες σακατεμένοι από τα ναυπηγεία. Δεν ανήκε σε καμία συντεχνία, ούτε είχε επίσημη άδεια. Αλλά όλοι τον έλεγαν «ο γιατρός μας». Όταν πέθανε, ένας λιθογράφος χάραξε το όνομά του πάνω σ’ ένα κομμάτι μαρμαροκολόνα που βρέθηκε στην αγορά: «Ἀθηναγόρας ἰατρός, τοῦ λαοῦ φίλος».

Στο κατώφλι του λιμανιού, ένας καλαθοπλέκτης, με μάτια κουρασμένα σαν σβησμένο θυμίαμα, τύλιγε καλάμια σε σχήμα σταυρού. Τα πουλούσε κυρίως σε μοναχούς και μαγείρισσες. Δίπλα του, μια μυροπώλισσα, η Δόμνα, πρόσφερε αρωματικό έλαιο για τους ναούς και τις γηραιές αρχόντισσες. Πιο κει, ένας τσαγκάρης έραβε τις σόλες από τις μπότες ενός Αρμένιου εμπόρου, ενώ ένας τελάλης φώναζε τα νέα του παλατιού, με ύφος πιο θεατρικό κι από ψάλτη της Μ. Παρασκευής.

Όλοι τους, άνθρωποι απλοί, βουβοί στις σελίδες των χρονικών, ύφαιναν μαζί το σώμα της Πόλης. Κάθε πάγκος, ένα κελί της κοινωνίας. Κάθε σφυριά, μια ανάσα ζωής.

Αγορές και λιμάνια

Η Κεντρική Αγορά κοντά στο Μέγα Παλάτιο, τα λαϊκά παζάρια των συνοικιών και οι λιμενικές εγκαταστάσεις της Νέας και της Παλαιάς Χρυσούπολης λειτουργούσαν ως κόμβοι κοινωνικής ζωής και εμπορικής ροής. Τα λιμάνια έφερναν είδη από τον Πόντο, την Αίγυπτο, τη Σικελία, και εξήγαν υφάσματα, εικονίσματα και τεχνουργήματα.

Οι μικροέμποροι λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι ανάμεσα στους παραγωγούς και την καταναλωτική κοινωνία. Συχνά έπαιζαν και τον ρόλο τοκογλύφου, δανειστή, ακόμα και αγγελιοφόρου ειδήσεων, ιδίως στις συνοικίες όπου ο κρατικός έλεγχος ήταν χαλαρότερος.

Από το προσκήνιο στην αφάνεια

Παρότι οι επαγγελματίες αυτοί συγκροτούσαν τον ιστό της Πόλης, σπάνια εμφανίζονται στις επίσημες αφηγήσεις. Η παρουσία τους εντοπίζεται έμμεσα, μέσα από νομοθετήματα, φορολογικούς καταλόγους ή αγιολογικές διηγήσεις, όπου κάποιος «πτωχός τεχνίτης» εμφανίζεται ως δέκτης θαύματος ή ως μάρτυρας αδικίας.

Η κοινωνική τους θέση ήταν διττή: δεν θεωρούνταν «τιμημένοι», όπως οι στρατιωτικοί ή οι γραμματικοί, αλλά ούτε «άτιμοι» όπως οι πόρνες, οι δήμιοι ή οι ηθοποιοί. Κινούνταν ενδιάμεσα: εργάτες της ανάγκης και θεματοφύλακες της επιβίωσης της Πόλης.

Ενδεικτικό παράρτημα πηγών

  1. Επαρχικόν Βιβλίον (10ος αι.)
    «Ο άρτος να πωλείται στον λαό προς μία ορισμένη τιμήν, και ουδείς εκ των αρτοποιών να τολμήσει να τον αναμείξει με ύδωρ ή στάχτην· εάν δε το πράξει, να τιμωρηθεί παραδειγματικώς και να του αφαιρεθεί το δικαίωμα εργασίας».
  2. Βίος Αγίου Ανδρέα του Σαλού (10ος αι.)
    «Και ενώ περιέτρεχεν τους δρόμους της Πόλεως, είδεν γυναίκα πτωχήν, βαφίδα, η οποία εβάπτιζεν εν λεκάνη χιτώνας· τούτο δε εγένετο ενώ τα τέκνα αυτής εκοίτωντο νηστικά παρά τη γωνία».
  3. Νεαραί Ιουστινιανού (6ος αι.)

«Παν εμπορεύσιμον πράγμα να διατίθεται κατά δίκαιον μέτρον και τιμήν· και ουχί να καταχρώνται οι έμποροι της ανάγκης του λαού».

  1. Ψελλός, Χρονογραφία (11ος αι.)

«Ευρίσκοντο πολλοί εις τας αγοράς, τεχνίται και μικροέμποροι, οι οποίοι εβόων υπέρ της αληθείας και εναντίον των άδικων φόρων».

  1. Τυπικό της Μονής του Στουδίου

«Ο πέλτης [υποδηματοποιός] του μοναστηρίου να εργάζεται ημέρας τρεις την εβδομάδα· να λαμβάνει τροφήν και ένδυμα, αλλά ουχί μισθόν».

ΛΕΖΑΝΤΑ: Χάρτης της Κωνσταντινούπολης (6ος αιώνας μ.Χ.)

Διαβάστε επίσης:

Προσδοκίες και προβληματισμός για την Ουκρανία εν αναμονή της συνάντησης Τραμπ – Πούτιν

Πεκίνο: Οι πρώτοι Παγκόσμιοι Αγώνες Ανθρωποειδών Ρομπότ ξεκινούν με χιπ χοπ, πολεμικές τέχνες και μουσική

Συνομιλία Ερντογάν με Ρούτε εν όψει της αμερικανο-ρωσικής συνόδου κορυφής στην Αλάσκα

Πηγή: ΕΛΛΑΔΑ | topontiki.gr

Back to top button